Ελάτε στην παρέα μας

Παιδεία

Πως να αντιμετωπίσετε τη σχολική φοβία

Δημοσιεύθηκε

στις

Θεωρείται ένα σύνδρομο που διακρίνεται από την άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο και συνοδεύεται από άγχος, πανικό και κάποιες φορές εμετό, πόνους στην κοιλιακή χώρα και λιποθυμία.
Σ’ αυτή την περίπτωση προεξέχουν η δυσκολία του αποχωρισμού από την μητέρα και από το σπίτι που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε απελπισία σε περίπτωση εξαναγκασμού του παιδιού να πάει στο σχολείο, ενώ σε διαφορετικές περιπτώσεις αποφυγής βρισκόμαστε μπροστά σε δυσκολίες μάθησης ή έλλειψη ενδιαφέροντος για το διάβασμα.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε κάποιους ιδιαίτερους παράγοντες: α) η ηλικία κατά την οποία εκδηλώνεται η φοβία, β) η ψυχική δομή του παιδιού, γ) τα δυναμικά της οικογένειας και δ) η σοβαρότητα ή όχι των διαταραχών τόσο των σωματικών όσο και των ψυχολογικών.
Μερικές περιπτώσεις μπορούν να εξηγηθούν στη βάση της ύπαρξης, σε ορισμένες ηλικίες, έντονου άγχους αποχωρισμού που μπορεί να προσλάβει τραυματικές διαστάσεις με έντονο άγχος, ιδιαίτερα μετά από αρρώστια ή θάνατο ενός συγγενή ή γονιού.
Συνήθως αυτού του είδους η φοβία εκδηλώνεται στο νηπιαγωγείο ή το δημοτικό. Όταν εμφανίζεται σε μεταγενέστερες ηλικίες μπορεί να βρισκόμαστε απέναντι σε μορφές πιο σοβαρής ψυχοπαθολογίας που μπορεί να είχαν για μια μακριά περίοδο μια σιωπηλή πορεία με συμπτώματα χρόνιου άγχους σχετικά κεκαλλυμένα. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να σκεφτούμε μια ψυχοπαθολογία πιο εκτεταμένη και περίπλοκη που μπορεί να εμπίπτει στα πλαίσια της borderline ή ψυχωτικής δομής προσωπικότητας.
Συχνά οι κλασικές περιγραφές της σχολικής φοβίας μας παραπέμπουν σε άρνηση του σχολείου που συνοδεύεται από μια οικογενειακή κατάσταση εξάρτησης και αμφιθυμίας από μια μητέρα έντονα αγχώδη, υπερπροστατευτική και παιδικόμορφη. Σ’ αυτό το πλαίσιο καταλαβαίνουμε ότι διάφορες αιτίες μπορούν να φέρουν στην επιφάνεια τις υποκείμενες συγκρούσεις σε σχέση με τον αποχωρισμό, την ωρίμανση και τη διαφοροποίηση. Τότε το άγχος αποχωρισμού μπορεί να γίνει πολύ έντονο και να συμπαρασύρει εκτός από το παιδί, την οικογένεια και το σχολείο.
Πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι σε ένα τέτοιο οικογενειακό αστερισμό υπερισχύουν προϋπάρχοντα άγχη αποχωρισμού μεταξύ της μητέρας και της μητρικής γιαγιάς, που προβάλλονται στη σχέση με το παιδί, διαιωνίζοντας διαγενεαλογικά τον συγκρουσιακό πυρήνα που αφορά στην εξάρτηση, την αμφιθυμία αλλά και τη διαχείριση της επιθετικότητας.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας νευρωτικής σχέσης μητέρας-παιδιού, το σχολείο μπορεί (σε ασυνείδητο επίπεδο) να βιώνεται από τη μητέρα σαν χώρος που προωθεί την ανάπτυξη, τη γνώση και την αυτονόμηση, άρα σαν μια απειλή εγκατάλειψης και εισβολής στη σχέση αποκλειστικότητος που η ίδια έχει με το παιδί.
Αυτές οι μητέρες, συχνά εγκλωβισμένες στις δικές τους «δυσκολίες» δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τις παιδικές ανάγκες στη σωστή τους διάσταση και βιώνουν την επιθετικότητα του παιδιού προς αυτές ως επικίνδυνη, τουλάχιστον όσο επικίνδυνη βίωναν και τη δική τους επιθετικότητα προς τη δική τους μητέρα.
Έτσι αυτές οι μητέρες «αρνούμενες» την επιθετικότητα και καταργώντας κάθε έκφραση παρόμοιου συναισθήματος στο παιδί, το κρατούν συνεχώς «ικανοποιημένο» (αν και αμφιθυμικά) αλλά και όλο και πιο εξαρτημένο και φοβισμένο απέναντι στην πραγματικότητα των ματαιώσεων του εξωτερικού κόσμου.
Επομένως στην πραγματικότητα το παιδί δεν φοβάται το σχολείο σαν τέτοιο, αλλά αυτό γίνεται το «φοβικό αντικείμενο» πάνω στο οποίο προβάλλεται ο εσωτερικός κίνδυνος, που έχει να κάνει με τη συγκρουσιακή και αμφιθυμική σχέση με τη μητέρα. (Συχνά ο πατέρας είναι παθητικός ή απών).
Η ανάγκη λοιπόν του παιδιού να μείνει στο σπίτι προέρχεται από την ανάγκη του να «ελέγχει» μ’ αυτό τον τρόπο τη μητέρα έχοντας τη σιγουριά ότι δεν θα της συμβεί κάτι «κακό» που θα ήταν το αποτέλεσμα της δικής του ασυνείδητης εχθρικής επιθυμίας, που έτσι βεβαιώνεται-καθησυχάζεται ότι δεν θα πραγματοποιηθεί.
Αξίζει να σημειώσει κανείς ότι ενώ τα συμπτώματα είναι τόσο έντονα, αυτά σταματούν αμέσως μαζί με το άγχος, μόλις απομακρυνθεί ο κίνδυνος του σχολείου.
Κλείνοντας, θα υπογραμμίζαμε την ανάγκη μιας έγκαιρης θεραπευτικής παρέμβασης πριν παγιωθεί όλο αυτό, οδηγώντας σε μια χρόνια κατάσταση. Μια τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να είναι τόσο μια οικογενειακή θεραπεία με στόχο την «ωρίμανση» της οικογένειας, όσο και μια ατομική ψυχοθεραπεία με άξονα τον αποχωρισμό και τις διαδικασίες εξατομίκευσης του παιδιού.

Έλενα Αμολοχίτου, Κλινική Ψυχολόγος -Ψυχοθεραπεύτρια, μέλος Ελληνικής
Εταιρείας Αναλυτικής Ομαδικής και Οικογενειακής Ψυχοθεραπείας

Continue Reading
Κάντε κλικ για να σχολιάσετε

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ