Ελάτε στην παρέα μας

Υγεία

Παιδί: Ανάπτυξη και όρια

Δημοσιεύθηκε

στις

Μπορούμε ίσως ν’αρχίσουμε τις σκέψεις μας από την αρχή της ζωής και τη δυάδα μητέρα – βρέφος. Στην αρχή της ζωής του λοιπόν το βρέφος είναι σε σύγχυση, δεν έχει όρια, δεν έχει αίσθηση του εαυτού, ούτε αίσθηση ατομικότητας, νιώθει αδυναμία και ανασφάλεια αλλά και “άγχος αφανισμού”, γι’αυτό έχει απόλυτη ανάγκη τη μητέρα του και την “ένωση” του μαζί της σε μια “συγχωνευτική σχέση” αποκλειστικότητας.

Αυτή η σχέση με μια “καλή μητέρα” που το φροντίζει και καλύπτει τις ανάγκες του, του προσδίδει ασφάλεια αλλά και “παντοδυναμία” (είναι η αίσθηση ότι μπορεί τα πάντα).

Όμως σύντομα, γύρω στο 4ο με 8ο μήνα, συνειδητοποιεί ότι η μητέρα είναι διαφορετική από τον εαυτό του, “έξω” από αυτόν, δεν την ελέγχει, δεν είναι πάντα διαθέσιμη και το ίδιο νιώθει αδύναμο και απόλυτα εξαρτημένο από αυτήν. Αυτό οδηγεί σε μεγάλο φόβο και άγχος για την πιθανή “απώλειά” της που το λέμε “άγχος αποχωρισμού” και μπορεί να γίνει η βάση της δημιουργίας πολλών υποχονδριακών και ψυχοσωματικών διαταραχών στη μετέπειτα ζωή, αν σ’αυτή τη φάση υπάρχουν μακρόχρονοι ή αλλεπάλληλοι αποχωρισμοί.
Αν δεν υπάρχει μια “αρκετά καλή” μητέρα που κατανοεί τις συναισθηματικές ανάγκες του βρέφους και ανταποκρίνεται σ’αυτές (π.χ. μητέρα απορροφημένη από προβλήματα, κατάθλιψη ή δυσκολία στη σχέση με το σύζυγο κ.α) ή υπάρχει συχνή εναλλαγή πολλών διαφορετικών προσώπων φροντίδας, τότε ο δεσμός εμπιστοσύνης και ασφάλειας διαταράσσεται και αυτό δημιουργεί απογοήτευση, ματαίωση και οργή που μπορεί να πάρουν τη μορφή εναντίωσης, επιθετικότητας, σχολικής βίας κ.λπ.

Προχωρώντας προς το 2ο χρόνο της ανάπτυξης το ʺάγχος αποχωρισμούʺ διαδέχεται η φάση της “εξατομίκευσης – διαφοροποίησης” η “φάση του όχι” που είναι και η πρώτη μορφή εναντίωσης του παιδιού προς τη μητέρα σαν απόδειξη της διαφοροποίησης του από αυτήν. Σ’ αυτό το σημείο η στάση της μητέρας γίνεται καθοριστικής. είναι η στιγμή όπου εκείνη καλείται ν’αφήσει πρωτοβουλία και προσωπική επιλογή. Αυτό θα βάλει τα θεμέλια της ανταξίας και της μελλοντικής του αυτοεκτίμησης.

Τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν αλλιώς όταν κάποιες αυταρχικές μητέρες “επιβάλλουν” τις δικές τους επιθυμίες “τσακίζοντας” τον εύθραστο ναρκισσισμό του παιδιού και κάνοντας το να νιώσει ότι το ίδιο είναι ανίκανο ν’αποφασίσει κάτι “σωστό”.

Συχνά τότε η σχέση μπορεί να εξελιχθεί σ’ένα αέναο bras de ferre, το οποίο σφραγίζει και τη πορεία της, προσδιορίζοντας ένα παιδί ως “αντιδραστικό”, χαρακτηρισμός που το κατηγοριοποιεί και το συνοδεύει τόσο στη μετέπειτα ζωή του όσο και στις μελλοντικές σχέσεις του.

Μια διαφορετική πορεία μπορεί να υπάρξει όταν έχουμε να κάνουμε μ’ένα παιδί “ήσυχο – παθητικό” που δεν αντιστέκεται και δεν διεκδικεί: συνήθως τότε ο φόβος του παιδιού μπρος στην απειλή ότι θα χάσει την αγάπη της μητέρας το οδηγεί να “συμμορφωθεί” και να εναρμονιστεί με τις επιθυμίες της, αρνούμενο όμως τις δικές του. Τότε αυτό το pattern συμπεριφοράς (μοντέλο σχέσης) εσωτερικοποιείται και διευρύνεται και στις μελλοντικές του σχέσεις πριονίζοντας όμως την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης του και δομώντας ένα “ψεύτικο εγώ”, σαν απόρροια του αναγκαστικού ενστερνισμού των επιθυμιών του άλλου εις βάρος των δικών του.
Επιπλέον το παιδί τότε μαθαίνει ότι στις σχέσεις υπάρχει πάντα κάποιος που επιβάλλει (θύτης – δυνατός) και κάπιος που δέχεται (θύμα – αδύναμος). Σ’αυτή τη περίπτωση ο μελλοντικός ενήλικας θα έχει ανάγκη πάντα κάποιος ή κάτι που θα λειτουργεί σαν “στήριγμα” για τον ανεπαρκή εαυτό (εξάρτηση από ανθρώπους ή ουσίες – ναρκωτικά κ.λπ) επαναλαμβάνοντας έτσι την πρωταρχική σχέση με τη μητέρα, που σ’αυτή την αρχική φάση είναι θεμελιώδης.

Το ίδιο συμβαίνει και στη φύση. τα μικρά των ζώων απορροφούν (εσωτερικοποιούν) τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και τις εμπειρίες από τη σχέση με τη μητέρα τους. αυτό λέγεται imprinting δηλ. εν-τύπωση των πρώτων εμπειριών.

Σ’αυτό το σημείο θα άξιζε να επισημάνουμε ότι αυτό το “καλό παιδί” χρειάζεται να καταστείλει μέσα του όλα τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθει (οργή, θυμός κ.α) τα οποία και φοβάται (αφού η μητέρα δεν επέτρεψε ποτέ την έκφρασή τους) έτσι ώστε να εκμηδενιστούν οι πιθανότητες σύγκρουσης με τους άλλους, που φαντάζουν οδυνηρές και δυσβάστακτες.  Αλλά οι συγκρούσεις στις ανθρώπινες σχέσεις είναι όχι μόνο αναπόφευκτες αλλά και απαραίτητες στο βαθμό που καθιστούν αυτές ώριμες και αυθεντικές.

Έτσι ο φόβος για την επιθετικότητα οδηγεί στην αναγκαστική καταστολή της που με τη σειρά της οδηγεί σε “παθητικότητα” και “παραίτηση” από κάθε διεκδίκηση (επαγγελματική, προσωπική κ.α) που εκπορεύεται από αυτόν τον άξονα.

Μια διαφορετική εκδοχή θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στους γονείς που δε “χαλούν κανένα χατήρι” στα παιδιά μη θέτοντας όρια επειδή οι ίδιοι δεν αντέχουν να τα ματαιώσουν. Ένας λόγος γι’αυτό θα μπορούσε να είναι ότι συνήθως αυτοί οι γονείς δεν αντέχουν να “τσαλακώσουν” τη καλή εικόνα που τα παιδιά τους έχουν γι’αυτούς, προκαλώντας τους απογοήτευση και θυμό. Συχνά πρόκειται για γονείς που οι ίδιοι υπήρξαν πολύ ματαιωμένα ή στερημένα παιδιά, με αποτέλεσμα να βιώνουν τα παιδιά τους σαν το δικό τους “μικρό εαυτό”, που παρέχοντας του τα πάντα χωρίς περιορισμούς και όρια, του ʺαποζημιώνουνʺ γι’αυτά που στερήθηκε τότε, επιδιορθώνοντας έτσι τη δική τους τραυματική εμπειρία.
Σ’αυτή τη περίπτωση το πρόβλημα θα υπάρξει όταν το παιδί αρχίσει να βιώνει τις “φυσιολογικές και απαραίτητες ματαιώσεις” που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο (σχολείο – κοινωνία), τις οποίες δεν θα έχει μάθει να αντέχει και να δέχεται.
Έτσι οι συγκρούσεις έρχονται στο προσκήνιο αναπόφευκτα και οδηγούν το παιδί να επωμιστεί την ετικέτα του “δύσκολου” και να ταυτιστεί μ’αυτήν, μπαίνοντας εν συνεχεία και ασυνείδητα στη θέση του να επιβεβαιώνει συνεχώς αυτό το τίτλο, ώσπου αυτό παγιώνεται, οδηγώντας το σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα τόσο στο σχολείο όσο και στις προσωπικές σχέσεις με συνομίλικους.

Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι τα όρια είναι συνυφασμένα με τους “κανόνες” που ίσως με τη σειρά τους μας φέρνουν στο μυαλό την απογοήτευση και τη ματαίωση, στοιχεία απαραίτητα στην ανατροφή και την εκπαίδευση ενός παιδιού στο βαθμό που συμβάλλουν στην αίσθηση ασφάλειας όταν χρησιμοποιούνται παραγωγικά και όχι καταστροφικά και άκαμπτα.

Κλείνοντας θα λέγαμε ότι αγάπη σημαίνει όρια, σεβασμός και “πλαίσιο” μέσα στο οποίο μπορεί κανείς ν’αναπτύξει τις δικές του δεξιότητες και το δικό του εαυτό. Τα όρια και οι ματαιώσεις είναι ο “θεμέλιος λίθος” της ανάπτυξης της σκέψης και της ωρίμανσης της προσωπικότητας για ελεύθερους, χαρούμενους και ώριμους ανθρώπους με ικανοποιητικές σχέσεις με τους άλλους.

Άρθρο της Ψυχολόγου- Ψυχοθεραπεύτριας Έλενας Αμολοχίτου

Continue Reading
Κάντε κλικ για να σχολιάσετε

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ