Ελάτε στην παρέα μας

Εκκλησία

“Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος ἐπὶ τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς 2021”, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καὶ Ὠρωποῦ κ. Κυρίλλου

Δημοσιεύθηκε

στις

Πρός
Τούς Εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς,
τούς Μοναχούς καί τίς Μοναχές καί
τούς εὐλογημένους Χριστιανούς
τῆς Ἐπαρχίας μας.

Ἐν Κηφισιᾷ, 9ῃ Μαρτίου 2021

Ἀγαπητοί πατέρες καί Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές,
Εὐλογημένοι Χριστιανοί,

Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιά ἕνα ταξίδι, θά πρέπει νά ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στήν ὁποία ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξίωσε νά εἰσέλθουμε γιά μιά ἀκόμη χρονιά, μέσα στήν ζοφερή κατάσταση πού ἔχει δημιουργήσει σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ.

Πράγματι, ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι ἕνα πνευματικό ταξίδι πού προορισμός του εἶναι τό Πάσχα, ἡ «ἑορτή τῶν Ἑορτῶν». Εἶναι ἡ προετοιμασία γιά τήν «πλήρωση τοῦ Πάσχα, πού εἶναι ἡ πραγματική Ἀποκάλυψη». Γιά τόν λόγο αὐτό πρέπει νά ἀρχίσουμε νά κατανοοῦμε αὐτή τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στή Σαρακοστή καί τό Πάσχα, γιατί αὐτή ἀποκαλύπτει κάτι πολύ οὐσιαστικό καί πολύ σημαντικό γιά τή χριστιανική πίστη καί ζωή μας.
Τό Πάσχα πανηγυρίζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς γεγονός πού ἔγινε καί ἀκόμη γίνεται σέ μᾶς. Γιατί ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔλαβε τό δῶρο αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καί τή δύναμη νά τήν ἀποδεχθεῖ καί νά ζήσει διά μέσου αὐτῆς. Εἶναι ἕνα δῶρο πού ριζικά ἀλλάζει τή διάθεσή μας ἀπέναντι σέ κάθε κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκόμη καί ἀπέναντι στόν θάνατο. Μᾶς δίνει τή δύναμη νά ἐπιβεβαιώνουμε θριαμβευτικά τό «νικήθηκε ὁ θάνατος». Φυσικά ὑπάρχει ἀκόμα ὁ θάνατος, εἶναι σίγουρος, τόν ἀντιμετωπίζουμε καί κάποια μέρα θά ἔρθει καί γιά μᾶς.
Ἀλλά ὅλη ἡ πίστη μας εἶναι ὅτι μέ το δικό Του θάνατο ὁ Χριστός ἄλλαξε τή φύση ἀκριβῶς τοῦ θανάτου. Τόν ἔκανε πέρασμα – «διάβαση», «Πάσχα» – στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μεταμορφώνοντας τήν δραματικότερη τραγωδία σέ αἰώνιο θρίαμβο, σέ νίκη. Μέ τό «θανάτῳ θάνατον πατήσας», μᾶς ἔκανε μετόχους τῆς Ἀνάστασέως Του. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό στό τέλος τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἀναστάσεως – στόν Κατηχητικό Λόγο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου – λέμε θριαμβευτικά: «Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι».

Τέτοια εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας πού ἐπιβεβαιώνεται καί φανερώνεται μέ τήν ζωή τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων της. Ἀλλά μήπως δέν ζοῦμε καθημερινά τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ πίστη σπάνια γίνεται καί δική μας ἐμπειρία; Μήπως δέν χάνουμε πολύ συχνά καί δέν προδίνουμε αὐτή τήν «νέα ζωή» πού λάβαμε ὡς δῶρο, καί στήν πραγματικότητα ζοῦμε σάν νά μήν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί σάν νά μήν ἔχει νόημα γιά μᾶς αὐτό τό μοναδικό γεγονός; Καί ὅλα αὐτά ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας μας, τῆς ἀνικανότητάς μας νά ζοῦμε σταθερά μέ «πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη» στό ἐπίπεδο ἐκεῖνο πού μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ». Ἁπλούστατα ἐμεῖς ξεχνᾶμε ὅλα αὐτά, γιατί εἴμαστε τόσο ἀπασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στίς καθημερινές ἔγνοιές μας καί ἀκριβῶς ἐπειδή ξεχνᾶμε, ἀποτυγχάνουμε. Μέσα σ’ αὐτή τήν λησμοσύνη, τήν ἀποτυχία καί τήν ἁμαρτία, ἡ ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», εὐτελής, σκοτεινή καί τελικά χωρίς σημασία· γίνεται ἕνα χωρίς νόημα ταξίδι γιά ἕνα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε νά ξεχνᾶμε ἀκόμα καί τόν θάνατο καί τελικά, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά, μέσα στίς «ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς» μας ἔρχεται τρομακτικός, ἀναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεῖ κατά καιρούς νά παραδεχόμαστε τίς ποικίλες «ἁμαρτίες» μας καί νά τίς ἐξομολογούμαστε, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νά μήν ἀναφέρουμε τήν ζωή μας σ’ ἐκείνη τή νέα ζωή πού ὁ Χριστός ἀποκάλυψε καί μᾶς ἔδωσε. Πραγματικά, ζοῦμε σάν νά μήν ἦρθε ποτέ Ἐκεῖνος. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη πραγματική ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀπύθμενη θλίψη καί τραγωδία ὅλων τῶν κατ’ ὄνομα χριστιανῶν.

Ἄν τό ἀναγνωρίζουμε αὐτό, τότε μποροῦμε νά καταλάβουμε τί εἶναι τό Πάσχα καί γιατί χρειάζεται καί προϋποθέτει τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Γιατί τότε μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι ἡ λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλος ὁ κύκλος τῶν Ἀκολουθιῶν της ὑπάρχουν πρῶτα ἀπ’ ὅλα, γιά νά μᾶς βοηθήσουν νά ξαναβροῦμε τό ὅραμα καί τήν γεύση αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς, πού τόσο εὔκολα χάνουμε καί προδίνουμε, καί ὕστερα νά μπορέσουμε νά μετανοήσουμε καί νά ξαναγυρίσουμε στήν Ἐκκλησία. Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγαπᾶμε καί νά ἐπιθυμοῦμε κάτι πού δέν τό ξέρουμε; Πῶς μποροῦμε νά βάλουμε πάνω ἀπό καθετί ἄλλο στή ζωή μας κάτι πού ποτέ δέν ἔχουμε δεῖ καί δέν ἔχουμε χαρεῖ; Μέ ἄλλα λόγια: πῶς μποροῦμε, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀναζητήσουμε μιά Βασιλεία, γιά τήν ὁποία δέν ἔχουμε ἰδέα; Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀπό τήν ἀρχή καί εἶναι ἀκόμα καί τώρα ἡ εἴσοδος καί ἡ ἐπικοινωνία μας μέ τήν νέα ζωή τῆς Βασιλείας. Μέσα ἀπό τήν λειτουργική της ζωή ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἐκεῖνα πού «ὀφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Κορ. 2,9). Καί στό κέντρο αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, σάν καρδιά της καί μεσουράνημά της – σάν ἥλιος πού οἱ ἀκτῖνες του διαπερνοῦν καθετί – εἶναι το Πάσχα. Τό Πάσχα εἶναι ἡ πόρτα, ἀνοιχτή κάθε χρόνο, πού ὁδηγεῖ στήν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς πού μᾶς περιμένει, εἶναι ἡ δόξα τῆς νίκης, ἡ ὁποία ἀπό τώρα, ἄν καί ἀόρατη, πλημμυρίζει ὅλη τήν κτίση: «νικήθηκε ὁ θάνατος».

Ὁλόκληρη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπό τό Πάσχα, γι’ αὐτό καί ὁ λειτουργικός χρόνος, δηλαδή ἡ διαδοχή τῶν ἐποχῶν καί τῶν ἑορτῶν, γίνεται ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα στό Πάσχα, πού εἶναι τό Τέλος καί πού ταυτόχρονα εἶναι ἡ Ἀρχή. Εἶναι τό τέλος ὅλων αὐτῶν πού ἀποτελοῦν τά «παλαιά» καί ἡ ἀρχή τῆς «νέας ζωῆς», μιά συνεχής «διάβαση» ἀπό τόν «κόσμο τοῦτο» στήν Βασιλεία πού ἔχει ἀποκαλυφθεῖ «ἐν Χριστῷ».
Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ «παλαιά» ζωή, ἡ ζωή τῆς ἁμαρτίας καί τῆς μικρότητας, δέν εἶναι εὔκολο νά ξεπεραστεῖ καί νά ἀλλάξει. Τό Εὐαγγέλιο περιμένει καί ζητεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο νά κάνει μιά προσπάθεια, ἡ ὁποία, στήν κατάσταση πού βρίσκεται τώρα ὁ ἄνθρωπος, εἶναι οὐσιαστικά ἀπραγματοποίητη. Ἀντιμετωπίζουμε μιά πρόκληση. Τό ὅραμα, ὁ στόχος, ὁ τρόπος τῆς νέας ζωῆς εἶναι γιά μᾶς μιά πρόκληση πού βρίσκεται τόσο πολύ πάνω ἀπό τίς δυνατότητές μας!
Ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο λέει: διάλεξε τόν στενό δρόμο, ἀγωνίσου καί ὑπόφερε, γιατί αὐτός εἶναι ὁ δρόμος γιά τήν μόνη ἀληθινή εὐτυχία. Καί ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν βοηθήσει, πῶς θά μπορέσουμε νά κάνουμε αὐτή τήν φοβερή ἐκλογή; Πῶς μποροῦμε νά μετανοήσουμε καί νά ξαναγυρίσουμε στήν ὑπέροχη ὑπόσχεση πού μᾶς δίνεται κάθε χρόνο τό Πάσχα; Ἀκριβῶς αὐτή εἶναι ἡ στιγμή πού ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Αὐτή εἶναι ἡ «χεῖρα βοηθείας» πού ἁπλώνει σέ μᾶς ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι τό σχολεῖο τῆς μετανοίας πού θά μᾶς δώσει δύναμη νά δεχθοῦμε τό Πάσχα ὄχι σάν μιά ἁπλή εὐκαιρία νά φᾶμε, νά πιοῦμε, νά ἀναπαυθοῦμε, ἀλλά, βασικά, σάν τό τέλος τῶν «παλαιῶν» πού εἶναι μέσα μας καί σάν εἴσοδό μας στό «νέο».
Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικός σκοπός τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νά προετοιμαστοῦν οἱ «Κατηχούμενοι», δηλαδή οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιά τό βάπτισμα πού, ἐκεῖνο τόν καιρό, γινόταν στήν διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Ἀλλά ἀκόμα καί τώρα πού ἡ Ἐκκλησία δέν βαπτίζει πιά τούς χριστιανούς σέ μεγάλη ἡλικία καί ὁ θεσμός τῆς κατήχησης δέν ὑπάρχει πιά, τό βασικό νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τό ἴδιο. Γιατί, ἄν καί εἴμαστε βαπτισμένοι, ἐκεῖνο πού συνεχῶς χάνουμε καί προδίνουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού λάβαμε στό Βάπτισμα. Ἔτσι, τό Πάσχα γιά μᾶς εἶναι ἡ ἐπιστροφή, πού κάθε χρόνο κάνουμε, στό βάπτισμά μας καί ἑπομένως ἡ Σαρακοστή εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι’ αὐτή τήν ἐπιστροφή – ἡ ἀργή ἀλλά ἐπίμονη προσπάθεια νά πραγματοποιήσουμε τελικά τήν δική μας «διάβαση», τό «Πάσχα» μας στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Τό ὅτι, καθώς παρατηρεῖται, οἱ Ἀκολουθίες στή τεσσαρακονθήμερη λατρεία διατηροῦν ἀκόμα καί σήμερα τόν κατηχητικό καί βαπτιστικό χαρακτῆρα, δέν εἶναι γιατί διατηροῦνται «ἀρχαιολογικά» ἀπομεινάρια, ἀλλά εἶναι κάτι τό ζωντανό καί οὐσιαστικό γιά μᾶς. Γι’ αὐτό κάθε χρόνο ἡ Μεγάλη Σαρακοστή καί τό Πάσχα εἶναι, μιά ἀκόμα φορά, ἡ ἀνακάλυψη καί ἡ συνειδητοποίηση τοῦ τί γίναμε μέ τόν «διά βαπτίσματός» μας θάνατο καί τήν Ἀνάσταση.

Ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα! Καθώς τό ἀρχίζουμε, καθώς κάνουμε τό πρῶτο βῆμα στή «χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς βλέπουμε – μακριά, πολύ μακριά – τόν προορισμό. Εἶναι ἡ χαρά τῆς Λαμπρῆς, εἶναι ἡ εἴσοδος στή δόξα τῆς Βασιλείας. Εἶναι αὐτό τό ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, πού κάνει τή λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καί τή δική μας προσπάθεια μιά «πνευματική ἄνοιξη». Ἡ νύχτα μπορεῖ νά εἶναι σκοτεινή καί μεγάλη, ἀλλά σέ ὅλο τό μῆκος τοῦ δρόμου μιά μυστική καί ἀκτινοβόλα αὐγή φαίνεται νά λάμπει στόν ὁρίζοντα. «Μή καταισχύνῃς ἡμᾶς ἀπό τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!»
Μέ αὐτές τίς σκέψεις σᾶς εὔχομαι ὁλόψυχα, ἔστω καί μέσα στήν δύσκολη καί πνευματικά ἐπώδυνη κατάσταση πού βιώνουμε λόγῳ τῆς πανδημίας,

Καλή καί Εὐλογημένη Τεσσαρακοστή!
Μέ πατρικές εὐχές καί ἀγάπη Χριστοῦ

Ὁ Μητροπολίτης

† Ὁ Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καὶ Ὠρωποῦ Κύριλλος

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ