Ελάτε στην παρέα μας

Βουλή

Οι προκλήσεις Ερντογάν και το κρίσιμο τετ α τετ Μητσοτάκη – Τραμπ

Δημοσιεύθηκε

στις

Αντιμέτωπος με μεγάλες προκλήσεις βρίσκεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε μια εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα συγκυρία, λόγω της εντεινόμενης τουρκικής προκλητικότητας.

Η επιθετική στρατηγική της Άγκυρας προκάλεσε συναγερμό στην Αθήνα, με τον πρωθυπουργό να διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι η Ελλάδα ξέρει να υπερασπίζεται τα δικαιώματά της με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα.
Η συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν και οι επαφές του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια με ομολόγους της, κατέστησαν σαφές ότι η κυβέρνηση δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Οι τελευταίες εξελίξεις επιβεβαίωσαν τη βούληση του πρωθυπουργού να αντιμετωπίσει τις απειλές Ερντογάν με το όπλο της διπλωματίας και να μην παρασυρθεί σε πολεμικές ιαχές όπως θα ήθελε η Άγκυρα.
Η συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Τουρκίας στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, ανέδειξαν τις εθνικές θέσεις , που οδηγούν σε απομόνωση την Τουρκία, η οποία λειτουργεί ως ταραξίας στην περιοχή.
Η Αθήνα γνωρίζει ότι η επιθετική στρατηγική της Άγκυρας έχει σχέση με την απομόνωσή της από το ενεργειακό τρένο της Ανατολικής Μεσογείου και οι αντιδράσεις πρέπει να είναι νηφάλιες και ψύχραιμες.
Στο πλαίσιο αυτό και μετά τη σύναψη του μνημονίου Τουρκίας -Λιβύης και το Καστελόριζο, η ελληνική κυβέρνηση δεν παρασύρθηκε και προτίμησε το «γήπεδο» της διπλωματίας.

Διεθνές δίκαιο
Η αποδοκιμασία του συγκεκριμένου μνημονίου από το State Department που έκανε λόγο για προκλητική ενέργεια, φέρνει σε δύσκολη θέση την Τουρκία και την οδηγεί σε διεθνή απομόνωση.
Η ξεκάθαρη επίσης θέση του Μαξίμου, ότι δεν «παγώσουν» τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), δείχνει ότι δεν υπάρχει διάθεση να πέσει στην παγίδα της τεχνητής έντασης που επιδιώκει η Άγκυρα. Αυτό σημαίνει, ότι πρόθεση της Αθήνας είναι να διεξαχθούν οι τεχνικές συζητήσεις σε στρατιωτικό επίπεδο ανάμεσα στις δύο χώρες και το ερώτημα πλέον είναι τι θα πράξη η Τουρκία.

Με βάση αυτά τα δεδομένα η Ελλάδα στέλνει το μήνυμα ότι:

  • Επιδιώκει ουσιαστικό διάλογο με τη γειτονική χώρα, στη βάση όμως του ευρωπαϊκού κεκτημένου και του διεθνούς δικαίου.
  • Προασπίζεται τα εθνικά της δίκαια στο διπλωματικό τερέν και δεν έχει διάθεση για «τσαμπουκάδες» που δημιουργούν αδιέξοδα.

7η Ιανουαρίου
Κυβερνητικά στελέχη αποδίδουν τεράστια σημασία στην συνάντηση που θα έχει ο πρωθυπουργός με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών στον Λευκό Οίκο στις 7 Ιανουαρίου.
Όπως επισημαίνουν το τετ α τετ θα δώσει την ευκαιρία για να περάσει διεθνώς το μήνυμα ότι η Ελλάδα παραμένει μια χώρα φιλική προς τις ΗΠΑ που έχει κύρος και αξιοπιστία.
Στο επίκεντρο, θα βρεθεί η προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων ΗΠΑ και της Ελλάδας για την ενίσχυση της σταθερότητας και της ευημερίας στην ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.

Αναβάθμιση
Όπως γίνεται αντιληπτό οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις αναβαθμίζονται, ενώ την ίδια ώρα ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θέλησε να συναντηθεί με τον κ. Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ.
«Ότι είχαν να πουν το είπαν», ανέφερε ο Λευκός Οίκος, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό ότι το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις τους ήταν και παραμένει οι ρωσικοί πύραυλοι S400.
Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στο βιαστικό συμπέρασμα ότι η αναβάθμιση των σχέσεων σηματοδοτεί μια πορεία, όπου οι ΗΠΑ θα εγγυώνται τις ελληνικές θέσεις.
Οι συμμαχίες άλλωστε είναι εξαιρετικά εύθραυστες και τα πάντα μπορούν να ανατραπούν από τη μια στιγμή στην άλλη, καθώς άπαντες συμφωνούν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας απρόβλεπτος παίχτης.
Με βάση τις ισορροπίες που διαμορφώνει η νέα συγκυρία, είναι λογικό ότι σε πολλά ζητήματα θα υπάρχουν προσεγγίσεις οι οποίες μπορεί να δείχνουν ευνοϊκές σε πρώτη φάση, αλλά προβληματικές σε ένα δεύτερο στάδιο.
Κοινό μυστικό είναι άλλωστε ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οι οποίες στην παρούσα φάση είναι «ψυχρές», αύριο να αναθερμανθούν, με αποτέλεσμα να αλλάξουν οι ισορροπίες.

Εξοπλισμοί
Ουδείς άλλωστε θα πρέπει να παραβλέπει και το ζήτημα των εξοπλισμών, καθώς δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο πίεσης από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα για νέα αγορά οπλικών συστημάτων.
Το ερώτημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι πως θα αντιδράσει η ελληνική κυβέρνηση με δεδομένο ότι «χρήματα δεν περισσεύουν», ενώ και εταίροι μας επιδιώκουν μερίδιο από την αμυντική δαπάνη της χώρας.
Όπως γίνεται αντιληπτό πρόκειται για μια εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση και το ερώτημα είναι πως θα καταφέρει να ισορροπήσει η Αθήνα, ανάμεσα στις ΗΠΑ, τους Ευρωπαίους και τις ανάγκες της οικονομίας.
Η νέα γεωπολιτική σκακιέρα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και οι χειρισμοί του πρωθυπουργού στο αμέσως προσεχές διάστημα θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό και τη θέση της χώρας σ’ αυτή.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ