Ελάτε στην παρέα μας

Αφιερώματα

Τάκης Σινόπουλος: Ο βίος και το έργο μιας σπουδαίας μορφής

Δημοσιεύθηκε

στις

40 χρόνια από το θάνατο του μεταπολεμικού ποιητή

Είναι γεγονός ότι ο Τάκης Σινόπουλος συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης και εν γένει του κόσμου του πνεύματος στη χώρα μας.

Ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, κριτικός και ζωγράφος, με ένα έργο σπουδαίο και βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Μάλιστα, η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα συνδέεται άμεσα με τις ευρύτερες αναζητήσεις και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής γενιάς που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας – Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Ουσιαστικά, μεγάλωσε στον Πύργο Ηλείας εγκαταστάθηκε το 1920 η οικογένειά του. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία.

Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστασιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμφύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια (1946-1947) με το τάγμα του σ’ ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα.

Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1934 με τη δημοσίευση του ποιήματος “Προδοσία” και του διηγήματος “Η εκδίκηση ενός ταπεινού” στην εφημερίδα του Πύργου “Νέα Ημέρα” με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ενώ η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο “Μεταίχμιο” και εκδόθηκε το 1951.

 

Η “διττή” ποίησή του

Η ποιητική πορεία του Τάκη Σινόπουλου χωρίζεται από τη λογοτεχνική κριτική σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1940-1965) κυριαρχούν το περιγραφικό και λυρικό στοιχείο και η στοχαστική γραφή, καθώς επίσης οι επιρροές από τους Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ, στα πλαίσια της προσπάθειας για μια οριοθέτηση του ποιητικού σύμπαντος σ’ έναν αντιποιητικό και απογοητευτικό κόσμο. Η δεύτερη (γύρω στα 1965 και ως το τέλος της ποιητικής του παραγωγής) κινείται στα ίδια θεματολογικά πλαίσια της φθοράς και του θανάτου, παρουσιάζει όμως μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Από το 1963 ως το 1967 συνεργάστηκε με το περιοδικό “Εποχές”, όπου δημοσίευσε κείμενα βιβλιοκρισίας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου πήρε μέρος στις αντιδικτατορικές εκδόσεις “18 Κείμενα” και Κείμενα 1 και 2, ενώ υπήρξε συνιδρυτής της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και συνεργάτης του περιοδικού “Συνέχεια”. Τέλος, από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα από παρότρυνση της ποιήτριας και τεχνοκριτικού Ελένης Βακαλό, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική εκθέτοντας με επιτυχία τα έργα του στη Γκαλερί «Ζυγός» τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1960.

Απεβίωσε στον Πύργο στις 25 Απριλίου 1981 (παραμονή του Πάσχα του 1981). Ήταν παντρεμένος με την Μαρία Ντότα, η οποία το 1995 δώρισε το σπίτι που έμενε στον δήμο Νέας Ιωνίας με σκοπό την στέγαση του ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος». Η προτομή του ποιητή “κοσμεί” την πλατεία έξω από το σπίτι του, στην οδό Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι ο Τάκης Σινόπουλος είχε κερδίσει τις καρδιές του ελληνικού λαού, και φυσικά πολλών κριτικών με το ύφος της γραφής του που πολλοί έχουν χαρακτηρίσει “κινηματογραφικό”. Όπως έχει γράψει χαρακτηριστικά και ο Γιάννης Ευσταθιάδης, μεγάλος ποιητής και συγγραφέας: “Σε όλη του τη ζωή και σε όλο του το έργο, ο ποιητής, ορίζοντας τις συνισταμένες του φωτός μέσα στους στίχους του, άφησε εντελέστερα να φωτιστούν τα συναισθήματα, τα τοπία της ψυχής, όρισε καλύτερα την κίνηση των προσώπων ή των φαντασμάτων και βέβαια, μεταλλαγμένες από τη φωτεινή ή σκοτεινή εμβάπτιστη, οι λέξεις απέκτησαν την αντοχή και τη διαρκή τους νεότητα. Αν τώρα αναρωτηθούμε από πού κατάγεται αυτό το πολύμορφο και ζωογόνο φως, η απορία μας θα απαντηθεί αμέσως, μέσα από ένα στίχο της ωριμότητάς του: “Εἶναι τὸ ἴδιο φῶς τοῦ Γκρέκο.”

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ