Ελάτε στην παρέα μας

Πολιτισμός

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης στο Χ-τύπο: “Πιστεύω στους ανθρώπους και στις συνεργασίες”

Δημοσιεύθηκε

στις

Εάν έχετε βρεθεί στο θέατρο τη φετινή σεζόν οι πιθανότητες να έχετε παρακολουθήσει μια παράσταση υπό τη σκηνοθετική του ματιά είναι περισσότερες από όσες περιμένετε.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης σκηνοθετεί ούτε μία, ούτε δύο, αλλά έξι παραστάσεις που συνεχίζουν να κερδίζουν την αγάπη του κοινού, και φυσικά δεν σταματά εκεί καθώς το καλοκαίρι θα απολαύσουμε τον “Ματωμένο γάμο” σε μια άκρως ενδιαφέρουσα συνεργασία του με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, ενώ αναμένεται να δούμε και την πρώτη του τηλεοπτική δουλειά.

Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με ενέργεια, αγάπη και όρεξη για αυτό που κάνει κάτι που αποτυπώνεται στην παρακάτω απολαυστική εξομολόγηση, όπου ο ταλαντούχος ηθοποιός και σκηνοθέτης μας εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει κάθε έργο, ενώ αποκαλύπτει εάν φοβάται τη σύγκριση, αλλά και με ποιους ήρωες από τις τρέχουσες παραστάσεις του ταυτίζεται περισσότερο.

Σε τι φάση σας πετυχαίνουμε επαγγελματικά αυτή την περίοδο;

Αυτή την περίοδο είμαι στο μοντάζ για να βγει η ταινία που γυρίσαμε, η “Κόμισσα της Φάμπρικας”, που ουσιαστικά είναι μια τηλεταινία που θα παιχτεί στον Alpha αρχικά ολόκληρη και μετά θα σπάσει σε 3 επεισόδια. Πρόκειται για το θεατρικό έργο που είχε γράψει οι Πρετεντέρης – Γιαλαμάς το 1965, και το 1967 έγινε ταινία με πρωταγωνιστές τους Λημνιώτη και Φόνσου. Τότε είχε απαγορευτεί από τη χούντα και ξαναπαίχτηκε επισήμως το 1969. Εμείς το κάνουμε remake με στοιχεία μυθοπλασίας, καθώς έχει μεγαλώσει και η διάρκεια της ιστορίας. Είναι η πρώτη μου σκηνοθεσία στην τηλεόραση, με ηθοποιούς που έχω συνεργαστεί και στο θέατρο.

Επίσης ξεκινάμε πρόβες στον “Ματωμένο γάμο” του Λόρκα σε μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη που θα πάει σε περιοδεία το καλοκαίρι, με ένα θίασο 12 ηθοποιών. Είναι ένα μεγάλο μου όνειρο που γίνεται πραγματικότητα, μια μουσική παράσταση, γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η παρουσία του Αλκίνοου και ουσιαστικά το φτιάχνουμε μαζί όλο το έργο, και ανυπομονώ να υλοποιηθεί. Παράλληλα προχωρούν κανονικά οι παραστάσεις που παίζονται από τον Οκτώβριο: “Οι Μάγισσες του Σάλεμ”, το “Σεσουάρ για Δολοφόνους”, η “Γίδα”, οι “Άθικτοι”, το “Μίστερο Μπούφο” και στη Θεσσαλονίκη παίζεται η “Γυναίκα με τα Μαύρα”.

 

 

Γενικά το θέατρο είναι ανάγκη, είναι κάτι που συμβαδίζει με τη ζωή, ενώνει τις τέχνες και τους ανθρώπους. Είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω τους θεατές να πηγαίνουν στις παραστάσεις και δεν με ενδιαφέρει αν πηγαίνουν επειδή το κάνω εγώ, γιατί οι παραστάσεις είναι πάνω από το σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, έχουν μια δική τους μαγεία, μια δική τους ζωή.

 

Μιλάμε για ένα πολύ επιβαρυμένο πρόγραμμα. Πώς τα προλαβαίνετε όλα;

Είναι μια ερώτηση που δέχομαι πολύ τον τελευταίο καιρό και υπάρχουν δύο απαντήσεις. Η πρώτη είναι ότι έχω πολύ καλούς και καλές βοηθούς και φέτος ειδικά ήταν εξαιρετικοί, με βοήθησαν πάρα πολύ, γιατί ακόμα και υπό κανονικές συνθήκες δε γίνεται να τα καταφέρεις μόνος σου, πόσο μάλλον τώρα που είναι και πολλές παραστάσεις ταυτόχρονα σε συνδυασμό με την πίεση του κορωνοϊού που κάθε μέρα είσαι σε εγρήγορση να δώσεις λύσεις σε θέματα που προκύπτουν. Το δεύτερο είναι ότι θέλει καλή οργάνωση και προετοιμασία από πολύ νωρίς. Δηλαδή οι παραστάσεις δεν δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα, υπήρχε μια προεργασία ενάμιση χρόνο πριν ξεκινήσουν οι πρόβες. Οι πρεμιέρες ήταν στην ώρα τους και κύλησαν όλα ομαλά, και συνεχίζουν ακόμα και τώρα να παίζονται οι παραστάσεις χωρίς να έχει σταματήσει καμία από τον Οκτώβρη. Κάποιες μάλιστα συνεχίζονται από τις προηγούμενες χρονιές όπως η “Γίδα” που είναι η τρίτη χρονιά της.

 

 

Με τι κριτήριο διαλέγετε έργα που θα σκηνοθετήσετε;

Το κριτήριο είναι ένα και μοναδικό: να συνδέομαι συναισθηματικά με το κείμενο, να με αγγίξει σε προσωπικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα είναι μια συνισταμένη πραγμάτων για να υλοποιηθεί μια ιδέα. Δηλαδή πέρα από τη δική μου σύνδεση, έχει να κάνει με τον παραγωγό που θα ακολουθήσει κι αυτός την ιδέα και θα εγκρίνει το όραμα και θα μπει αρωγός στις προσπάθειες, και μετά να βρεθούν και οι κατάλληλοι ηθοποιοί που θα ταιριάξουν με τους ρόλους και θα φτιαχτεί έτσι η κατάλληλη ομάδα. Πιστεύω πολύ στους ανθρώπους και στις συνεργασίες και εκεί είναι που δίνω περισσότερη βάση, γιατί οι επιτυχίες και οι αποτυχίες έρχονται και φεύγουν, αλλά οι άνθρωποι μένουν, και με αυτούς ζεις όλο το “όνειρο”, οπότε εκείνοι ολοκληρώνουν την αρχική ιδέα.

 

 

Ακολουθείτε κάποια συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση στα έργα;

Εξαρτάται από το έργο κάθε φορά. Υπάρχει μια βάση, ένας “σκελετός” εργασίας του πώς τοποθετώ τα πράγματα, δηλαδή πάντα ξεκινάω από το κείμενο και προσπαθώ να μην βιαστώ να φτάσω στο στάδιο να “σηκωθούν όρθιοι” οι ηθοποιοί, περιμένω να “κάτσει” δηλαδή πρώτα το κείμενο και οι λέξεις και στη συνέχεια σηκωνόμαστε για να δοκιμάσουμε διαφορετικά πράγματα και 9 στις 10 περιπτώσεις αφήνω πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο της έκπληξης και δεν λειτουργώ με προκάτ λογικές. Έχω φυσικά μια ιδέα που την έχω δουλέψει, αλλά από εκεί και πέρα είμαι ανοιχτός στην πρόβα, στο αναπάντεχο και στην ιδέα του κάθε συντελεστή. Το πλαίσιο που κινούμαι είναι ότι για κάθε έργο ακούω τον συγγραφέα τι “μου λέει”, πώς μιλάει μέσα μου και το βλέπω διαφορετικά. Γι’ αυτό έχω και διαφορετικό ρεπερτόριο, δηλαδή τα έργα μου είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Σπάνια δηλαδή από ένα έργο θα μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι κρύβομαι εγώ από πίσω. Το καταλαβαίνει από την παράσταση και όχι από το έργο, καθώς είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, κι αυτό με αναζωογονεί και μένα τον ίδιο.

 

Φυσικά εκτός από σκηνοθέτης είστε και ηθοποιός. Ήταν πάντα παράλληλες αυτές οι δύο ιδιότητες μεταξύ τους για σας;

Η αλήθεια είναι ότι δεν τα μπλέκω όσο μπορώ, δηλαδή δεν σκηνοθετώ ποτέ τον εαυτό μου. Είναι δύο πράγματα που τα κάνω διαφορετικά και σε ξεχωριστό χρόνο και θέλω να παίζω σε παραστάσεις άλλων σκηνοθετών, να με επιλέγουν δηλαδή και όχι να επιλέγω εγώ τον εαυτό μου. Ο ναρκισσισμός μου φτάνει μέχρι ένα σημείο (γέλια). Το απολαμβάνω και περισσότερο να είμαι υπό την μπαγκέτα άλλων σκηνοθετών. Βέβαια, φέτος είναι μια χρονιά όπου από το Νοέμβριο μέχρι τώρα έχω παίξει 10 διαφορετικούς ρόλους, γιατί έχει προκύψει πολλές φορές να κάνω αντικαταστάσεις λόγω κορωνοϊού. Μάλιστα επειδή έχει διαρρεύσει ότι μαθαίνω λόγια εύκολα με παίρνουν τηλέφωνα από άλλες παραστάσεις να παίξω και το έχω κάνει κιόλας, έχω παίξει ακόμα και ρόλους παραστάσεων που δεν έχω δει ποτέ!

 

 

Υπάρχει ο φόβος της σύγκρισης όταν καταπιάνεστε με εμβληματικά έργα του ελληνικού θεάτρου;

Φυσικά και το ξέρω ότι θα γίνει σύγκριση από κάποιους που έχουν δει τις παλιές παραστάσεις ή που γνωρίζουν την ιστορία των παραστάσεων αυτών, αλλά όταν ξεκινάω να εργάζομαι πάνω σε ένα κείμενο δεν το σκέφτομαι καθόλου, ούτε μπαίνω στη διαδικασία να διαφοροποιηθώ ούτε να σκεφτώ να κάνω κάτι που να μοιάζει ή να αντιγράψω κάτι, γιατί η αλήθεια είναι ότι είναι και πολύ μακρινά σε μένα όλα αυτά, και συνήθως δεν έχω δει καν παραστάσεις των έργων που ανεβάζω. Το “Ματωμένο γάμο” ας πούμε δεν τον έχω δει ποτέ να παίζεται. Έχω ακούσει φυσικά τραγούδια του Μ. Χατζηδάκι, αλλά αυτό ήταν και μια πρόκληση και με τον Αλκίνοο δουλέψαμε από το μηδέν και ακούσαμε τον στίχο. Εκεί είναι το “κλειδί”. Να πας στο στίχο και όχι σε αυτό που είχε γίνει παλιά πάνω στο στίχο. Να ακούσεις τις λέξεις. Έτσι συνέβη και στο “Σεσουάρ” το οποίο το είχα δει στο πρώτο του ανέβασμα, αλλά τότε ήμουν 6η Δημοτικού, οπότε πάνε πάρα πολλά χρόνια και δεν έκατσα να το ξαναδώ. Ξεκίνησα πάλι από το μηδέν και αλλάξαμε πολλά πράγματα στο κείμενο και στη δομή του έργου. Έγινε πολύ πιο διαδραστικό και προσπαθήσαμε να το φέρουμε στο σήμερα. Αλλά και στα άλλα έργα που έχω κάνει που είναι ρεπερτορίου κυρίως, είχα την τύχη να μην τα έχω δει οπότε ήμουν πολύ “παρθένος” δημιουργός.

 

 

Έχετε μετανιώσει για κάποια επιλογή σας;

Δεν μου αρέσει να μετανιώνω. Είναι από τα πράγματα που μισώ στη ζωή. Ευτυχώς, τα φέρνει έτσι η ζωή που ακόμα κι αν πάω να πω ότι μετάνιωσα για μια επιλογή μου, που συνήθως έχει να κάνει με έργα που μου δίνονται “κατά παραγγελία” να σκηνοθετήσω, η συνεργασία ήταν τόσο ωραία που έφερε άλλα πράγματα στο μέλλον. Δηλαδή μπορεί να μην πέτυχε η παράσταση όπως θα ήθελα, αλλά δέθηκα με ανθρώπους που δεν θα τους είχα γνωρίσει αν δεν είχε γίνει, οπότε δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Τα πράγματα ήρθαν στη ζωή μου τόσο μαγικά, καθώς ξεκίνησα από το μηδέν, δεν έχω καμία συγγενική σχέση με την τέχνη, δεν είχα ποτέ καμία επαφή, οπότε τα πράγματα ήρθαν πολύ ομαλά και όμορφα. Από κάθε συνεργασία έχω κερδίσει κάτι, έχω κερδίσει ανθρώπους, έχω βγει πιο δυνατός, έχω εξελιχθεί σαν άνθρωπος και εν τέλει είμαστε οι συναντήσεις μας. Το παρόν μας είναι αυτό, οπότε δεν μετανιώνω για τίποτα.

 

Με ποιον από τους ήρωες των παραστάσεων θα ταυτίζατε τη ζωή σας;

Υπάρχουν δύο ήρωες που ταυτίζομαι αυτή την περίοδο. Ο ένας είναι ο Μάρτιν από τη “Γίδα”, ο ρόλος που κάνει ο Νίκος Κουρής, και ο άλλος είναι ο “Τζον Πρόκτορ” από τις “Μάγισσες του Σάλεμ”, που υποδύεται ο Άκης Σακελλαρίου. Είναι δύο ρόλοι που συνδέομαι πολύ προσωπικά μαζί τους. Με “βλέπω” πολύ όταν τους διαβάζω και όταν τους βλέπω επί σκηνής και συγκινούμαι πολύ κάθε φορά που βλέπω τις παραστάσεις αυτές και στιγμές αυτών των ηρώων.

 

Τι συμβουλή θα δίνατε σε κάποιο νέο καλλιτέχνη που θα ήθελε να ακολουθήσει έναν δρόμο σαν τον δικό σας;

Πιστεύω πολύ στη διαφορετικότητα του κάθε ανθρώπου, και όταν δίνεις μια συμβουλή προς όλους, αυτομάτως αδικείς τις προσωπικότητές τους. Αν έπρεπε να πω κάτι γενικό που κινητοποιεί εμένα και μου δίνει ζωή, είναι να ακολουθούμε τα όνειρά μας και να μην επιτρέπουμε σε κανέναν να βάζει εμπόδια σε αυτά. Αυτό λέω στον εαυτό μου κάθε μέρα, ότι ζούμε μια φορά και έχουμε την ευθύνη αυτής της ζωής. Είναι πολύ σημαντική και ξεχωριστή αυτή η φορά οπότε δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε κανέναν να μας τη χαλάσει. Πρέπει να ακούμε την καρδιά μας, το μυαλό μας, και να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα όσο μπορούμε, ώστε μεγαλώνοντας να μη σκεφτόμαστε πως θα ήταν η ζωή μας αν είχαμε ακολουθήσει τα όνειρά μας.

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ