Ελάτε στην παρέα μας

Πολιτισμός

Ο Γιώργος Χριστοδούλου στο Χ-τύπο: “Στηρίζουμε το ελληνικό έργο”

Δημοσιεύθηκε

στις

Η παράσταση ο “Φονιάς” ήταν ένα ακόμα “θύμα” της πανδημίας αρχικά καθώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τον κύκλο της την περασμένη σεζόν, φέτος όμως το ξεχωριστό αυτό έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη θα πάρει σάρκα και οστά μέσα από τις ερμηνείες ενός εξαιρετικού καστ και τη σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Διαμαντόπουλου.

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ένας άνθρωπος που αποτελεί αξία για το ελληνικό θέατρο και την “ψυχή” του Θεάτρου Έαρ Βικτώρια καθώς έχει αναλάβει και το ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή.

Ο Γιώργος Χριστοδούλου εξιστορεί άγνωστες πτυχές και σκέψεις πίσω από το έργο, εξηγώντας τι είναι αυτό που το κάνει τόσο επίκαιρο και αποκαλύπτοντας ποια στιγμή τον αγγίζει σε προσωπικό επίπεδο, ενώ σχολιάζει την τρέχουσα κατάσταση τόσο στην κοινωνία λόγω της πανδημίας, όσο και στο θέατρο σε μια απολαυστική συνέντευξη.

 

Διανύουμε μια εκ νέου δύσκολη περίοδο λόγω του κορωνοϊού. Πώς το βιώνετε προσωπικά; Υπάρχει φόβος να μην πληγεί ο πολιτισμός ξανά;

Το ότι υπάρχει πρόβλημα να επανέλθουμε πάλι σε καταστάσεις όπως ήταν πριν, υπάρχει. Όμως, αυτό που εμένα με στεναχωρεί πιο πολύ είναι ότι αν υπήρχε μία πιο σωστή αντιμετώπιση σε αυτή τη μάστιγα που μας έχει κυριεύσει από όλους μας και όχι μόνο από το χώρο του πολιτισμού, από όλο τον κόσμο, από όλες τις δουλειές, ίσως τα πράγματα να ήταν λίγο καλύτερα. Δεν λέω ότι είμαστε όλοι σωστοί σίγουρα υπάρχει αυτό το πρόβλημα, υπάρχει ο Covid, είναι δεδομένο δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, αλλά αν αντιμετωπίζαμε όλοι μας λίγο πιο σοβαρά το θέμα αυτό, ίσως τα πράγματα να ήταν και διαφορετικά. Δηλαδή βλέπω τώρα από τις ειδήσεις, από τις εφημερίδες  έγινε μια ολόκληρη ιστορία για τα ρεβεγιόν και ξαφνικά γέμισε ο τόπος με να κάνουν πάρτι στα υπόγεια κ.λπ.. Δυστυχώς ο Έλληνας δεν καταλαβαίνει.

 

Καλώς εχόντων των πραγμάτων θα σας απολαύσουμε στον “Φονιά” από τις 14 Ιανουαρίου. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για τη συνεργασία αυτή;

Το έργο αυτό έχει μια ιστορία όσον αφορά εμένα. Το έργο αυτό πρωτοπαίχτηκε από τη Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου και τότε ήταν πραγματικά ένα γεγονός για την εποχή. Κάποια στιγμή λοιπόν συναντήθηκα τελείως συμπτωματικά με το Μάνεση που έπαιζε έναν από τους ρόλους του έργου τον “Ταρζάν”, έναν σπουδαίο ρόλο, και μου λέει “βρε Γιώργο δεν πάμε να το ξανακάνουμε το έργο;”. Εγώ τότε μόλις ετοιμαζόμουν και έκανα το Θέατρο Βικτώρια, το οποίο ήταν κλειστό για ένα μεγάλο διάστημα και προσπαθούσαμε να το ανακαινίσουμε, και πραγματικά έγινε ένα πάρα πολύ ωραίο θέατρο με δύο σκηνές, μια 100 και μια 50 θέσεων. Δώσαμε ένα ραντεβού κάποια στιγμή να μιλήσουμε. Χαθήκαμε, και μετά από ένα χρονικό διάστημα μαθαίνω ότι ο Μάνεσης έφυγε από τη ζωή. Μετά από λίγο καιρό μίλησα με το Γιάννη το Διαμαντόπουλο και του λέω Γιάννη μου έχω σκεφτεί να κάνω αυτό το έργο. Με το που το άκουσε ο Διαμαντόπουλος ενθουσιάστηκε πάρα πολύ και μου λέει προχωράμε. Ψάχναμε όμως να δούμε από που θα βρούμε άκρη. Και μας ένωνε ότι υπάρχει η αδερφή του Δημήτρη Αντωνιάδη, η Αγαθή Αντωνιάδου, και εκείνο το καλοκαίρι ήταν στο Λουτράκι και μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο και πήγαμε εκδρομή στο Λουτράκι να βρούμε την Αγαθή, χωρίς να ξέρουμε καν ποια είναι. Την βρήκαμε, μιλήσαμε, μας αγκάλιασε με πάρα πολύ ζεστασιά της άρεσε πάρα πολύ η ιδέα και έτσι μπήκαμε σε αυτό το “καράβι” και ξεκινήσαμε το ταξίδι. Προσπαθήσαμε να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούσαμε όμως μας έπιασε ο Covid και δεν προλάβαμε, δύο μέρες παίξαμε και κλείσαμε. Και είπαμε τώρα σιγά σιγά να ξεκινήσουμε. Είναι ένα σπουδαίο έργο. Έχουμε την “μπαγκέτα” και το δάσκαλο το Γιάννη Διαμαντόπουλο. Επίσης έχω δίπλα μου το Διονύση Τσακνή που έχει κάνει μια υπέροχη μουσική δεν νομίζω να υπήρχε πιο κατάλληλος συνθέτης για το έργο αυτό, και είμαστε μια παρέα φίλων μπορώ να πω. Είναι η Λουκία Παπαδάκη, ο Τζώνη Θεοδωρίδης και ο Αντώνης Αλεξίου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια τα έχει κάνει η Δέσποινα Βολίδη που είναι συνεργάτης μου χρόνια, μία υπέροχη σκηνογράφος και έχουμε ξεκινήσει σιγά σιγά να μπαίνουμε πάλι στο ρυθμό να γίνει η παράσταση. Είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο έργο το οποίο κάθε μέρα που το παλεύουμε το διαπιστώνουμε, διότι δεν ξέρουμε αν ήξερε και ο ίδιος ο Μήτσος ο Ευθυμιάδης τι έχει γράψει. Ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ μορφωμένος και εγκεφαλικός και πραγματικά έχει γράψει ένα αριστούργημα. Αρκεί να σας πω μια συγκεκριμένη φράδη: ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος το βράδυ έβγαινε έξω σε μπαράκια και παλιά σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια που λεγόταν “Νταντά” μαζεύονταν λοιπόν όλοι οι καλλιτέχνες οι “κουλτουριασμένοι”. Εκεί ένα βράδυ λοιπόν βρέθηκε και ο Αντώνης Αντωνίου, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, του είχε μιλήσει για το έργο και όταν άρχισαν οι πρόβες του είπε ο Αντωνίου κάποια στιγμή “βρε Μήτσο τι θέλουμε να πούμε με το έργο;”. Και εκείνος με ένα χαμόγελο που σε ηρεμούσε του απάντησε “πολλές φορές Αντώνη δεν έχει σημασία το τι λες αλλά ο τρόπος που το λες”. Και έτσι και εμείς είπαμε να προσπαθήσουμε να βρούμε τον τρόπο όσο καλύτερα να πούμε για το έργο του και να πούμε ένα ευχαριστώ για την παρακαταθήκη που μας άφησε.

 

 

Ποια στοιχεία κάνουν επίκαιρο το έργο; Θα ταυτιστεί ο κόσμος με τους χαρακτήρες;

Πιστεύω ναι, γιατί είναι ο ήρωας του έργου που κάνω εγώ μετά από ένα διάστημα πάρα πολλών χρόνων στη φυλακή – που η φυλακή μπορεί να είναι οτιδήποτε, προσπαθεί να μάθει για ποιο λόγο έχει βρεθεί σε αυτήν την κατάσταση χωρίς και ο ίδιος να ξέρει γιατί βρέθηκε εκεί και γυρίζει σπίτι του στην αδερφή του και προσπαθεί διάλογο στο διάλογο να ανακαλύψει για ποιο λόγο έχει φτάσει σε αυτό το σημείο και κάθισε τόσα χρόνια φυλακή. Είναι ένα πράγμα που πρέπει να το πάρουμε λίγο μεταφορικά, είναι οτιδήποτε μπορεί να συμβεί στην προσωπική μας ζωή, είτε στη δουλειά μας είτε στα προσωπικά μας που πραγματικά δεν ξέρουμε τι μας προκύπτει από τη μία στιγμή στην άλλη και προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τι είναι αυτό, για να υπάρχει μια δικαίωση μια εξιλέωση.

 

Ποια στιγμή σας αγγίζει περισσότερο πάνω στη σκηνή;

Η στιγμή που πραγματικά εμένα με έχει αγγίξει, μου έχει δημιουργήσει μια εσωτερική αναστάτωση είναι η τελευταία σκηνή του έργου που υπάρχει ένας σημαντικός και πολύ έντονος διάλογος με την αδερφή του, τη Μαρία και που είναι  ακριβώς αυτός ο διάλογος που δίνει  τη λύση του έργου.

 

 

Τι σας έχει προσφέρει η ιδιότητα του ηθοποιού και του σκηνοθέτη αντίστοιχα;

Καταρχήν εγώ δεν είμαι από τους ηθοποιούς που πλασάρω τον εαυτό μου σαν σκηνοθέτη. Θα σας πω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Όταν κάποια στιγμή  έκανα ένα σπουδαίο έργο τον “Βροχοποιό” με σκηνοθέτη τον Κοραή Δαμάτη, κάποια στιγμή και έχοντας μια καριέρα πίσω μου με μεγάλους σκηνοθέτες και μεγάλους ηθοποιούς μου έκανε παρατηρήσεις. Τον άκουσα και όταν πήγα μετά μέσα στο καμαρίνι μου κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα “μα καλά είσαι τόσο ηλίθιος;”. Από εκεί και πέρα συνειδητοποίησα – και το πίστευα πάντα, ότι το “τρίτο μάτι” κάτω είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Αυτή η μόδα τα τελευταία χρόνια που ο ηθοποιός σκηνοθετεί, παίζει, σκηνογραφεί και όλα τα άλλα, τα θεωρώ τελείως γελοία. Δεν είναι δυνατόν να παίζεις πάνω στη σκηνή και να σκηνοθετείς τους άλλους και μετά να σκηνοθετείς και τον εαυτό σου. Εκτός κι αν όλοι πια που ακούω ότι το κάνουν αυτό έχουν γίνει Όρσον Γουέλς, τότε σηκώνω τα χέρια ψηλά. Το να κάνω εγώ μόνος μου μια σκηνοθεσία – που έχω κάνει αλλά χωρίς να παίζω, και σκηνοθεσία εννοώ να συντονίσω μια παράσταση, αυτό είναι ένα τελείως άλλο πράγμα. Αλλά αυτό το πράγμα όχι. Εγώ είμαι ηθοποιός τελείωσα το Εθνικό, είχα μια σημαντικότατη εξέλιξη μετά το Εθνικό που πρωταγωνίστησα μαζί με την Έλλη Λαμπέτη επί τρία χρόνια, και από εκεί και πέρα ακολουθώ αυτό το δρόμο. Δεν παίζω το ρόλο του ηθοποιού και σκηνοθέτη γιατί όλοι τώρα έχουν γίνει ηθοποιοί, σκηνοθέτες, δάσκαλοι, διδάσκουν σε δραματικές σχολές, και εγώ θέλω να απέχω λίγο από εκεί.

 

Ευνοούν οι συνθήκες τη νέα γενιά ηθοποιών να προχωρήσει με επιτυχία στο χώρο κατά τη γνώμη σας;

Είναι ερώτηση που μου έχουν κάνει πολλά νέα παιδιά και η απάντηση μου είναι αν θες να ασχοληθείς με το επάγγελμα αυτό πρώτα θα πρέπει να είσαι μόνιμα διαβασμένος και να ενημερώνεσαι, και δεύτερον κάνε και μία άλλη δουλειά. Προσπάθησε να βρεις ένα τρόπο ώστε να ζεις με αξιοπρέπεια και να μην αναγκάζεσαι να κάνεις πράγματα που μέσα σου ο ίδιος τα πολεμάς. Εγώ αυτό πιστεύω ότι είναι το πιο σωστό.

 

 

Εάν αφαιρούσαμε το θέατρο από τη ζωή σας, πώς θα ήταν πιστεύετε; Έχετε σκεφτεί ποτέ να αλλάξετε πορεία;

Το έχω σκεφτεί πάρα πολλές φορές. Αυτό που είχα σκεφτεί πολύ είναι ότι επειδή μου αρέσουν πολύ οι πρακτικές δουλειές και είμαι πάρα πολύ καλός σαν τεχνίτης μπορώ να πω, έχω ασχοληθεί αρκετά χρόνια με το χώρο των στούντιο, υπήρχε και μια εποχή που δούλευα στο στούντιο Era και με τα ηλεκτρονικά, τελείωσα αν και δεν πήρα το χαρτί από τη Σιβιτανίδειο Σχολή Ηλεκτρονικών και σίγουρα θα έκανα μια παρεμφερή δουλειά που έχει σχέση με τη μουσική και τον ήχο. Το λέω πάντα, τι θα πει ηθοποιός; Ό,τι κάνει ο ηθοποιός κάνει και ο υδραυλικός και ο χτίστης όλοι με αξιοπρέπεια δουλεύουν, τι θα πει “είμαι ηθοποιός”. Ξαφνικά νομίζουν πολλοί ότι επειδή είμαι ηθοποιός θα πρέπει να στέκονται όλοι στο ένα πόδι.

 

Τι μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον τόσο από το Θέατρο Βικτώρια, όσο και από εσάς προσωπικά; Υπάρχουν σχέδια για τηλεόραση ή κινηματογράφο;

Στο θέατρο αυτό που έχω κάνει εγώ είναι το μανιφέστο ελληνικού έργου. Έλληνες συγγραφείς, Έλληνες ποιητές, Έλληνες λογοτέχνες, Έλληνες μουσικούς. Στηρίζουμε το ελληνικό το έργο και από εκεί και πέρα εκτός από την παράσταση του “Φονιά” υπάρχει και ένα ρεπερτόριο άλλων παραστάσεων που θα γίνουν στο μικρό το θέατρο κάτω και θα ανακοινωθούν κάποια στιγμή, αλλά όλο το πλάνο είναι να στηρίξουμε το ελληνικό έργο. Αυτό δεν σημαίνει ότι απομονώνουμε το ξένο ρεπερτόριο, αλλά η βάση μας θα είναι το ελληνικό. Τώρα αν στην κάτω σκηνή γίνονται κάποιες νέες παραστάσεις με νέες ομάδες, με νέους ηθοποιούς αυτό είναι άλλο θέμα. Όσον αφορά την τηλεόραση δυστυχώς δεν με έχει ενοχλήσει κανένας!

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ