Ελάτε στην παρέα μας

Πολιτισμός

Θοδωρής Αντωνιάδης: “Θα ήθελα το 2021 να τιμήσουμε ουσιαστικές αξίες” – Αποκλειστική συνέντευξη

Δημοσιεύθηκε

στις

Δύσκολα θα βρει κανείς κάτι με το οποίο δεν έχει ασχοληθεί ο Θοδωρής Αντωνιάδης, κι αυτό γιατί πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με πάθος και σεβασμό σε αυτό που υπηρετεί.

Ο ίδιος με μια επιτυχημένη πορεία στο θέατρο και την τηλεόραση, “μάγεψε” πρόσφατα κοινό και κριτικούς ανά την υφήλιο με την ερμηνεία του στην ταινία “Η δεξιά τσέπη του ράσου”. Πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε ο πρώτος προσωπικός του μουσικός δίσκος και ο ίδιος μιλά γι’ αυτό και όχι μόνο αποκλειστικά στον Χ-τύπο και την Ιφιγένεια Μπελή σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.

Πώς βιώνετε την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε λόγω της πανδημίας;

Αυτή την καραντίνα την “ένιωσα” περισσότερο από την πρώτη. Είμαι απολύτως συνεπής ως προς τα μέτρα προστασίας. Τα ακολουθώ κατά γράμμα, ευελπιστώντας σε ένα καλύτερο αύριο. Προσπαθώ να γεμίζω το χρόνο μου δημιουργικά και η αλήθεια είναι πως βρίσκω ενδιαφέροντα πράγματα, είτε συνομιλώντας έστω και διαδικτυακά με οικογένεια και φίλους, είτε διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική, βλέποντας ντοκιμαντέρ που αγαπώ, ακόμα και με χειρωνακτικές εργασίες και κατασκευές κ.λπ. Όλα αυτά με την ελπίδα πως σύντομα θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα και την πεποίθηση πως όλο αυτό το “υλικό” που έχουμε περισυλλέξει στις ώρες της μοναξιάς, θα το χρησιμοποιήσουμε ως εφόδιο. Διότι ο κλάδος μας είναι από αυτούς που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα (μεταξύ άλλων φυσικά) και χρειαζόμαστε την ουσιαστική μέριμνα της πολιτείας. Θα θελα το 2021 να φέρει όσο το δυνατόν καίριες λύσεις σε αυτό το τεράστιο παγκόσμιο δραματικό φαινόμενο και εμείς με τη σειρά μας να εφαρμόσουμε και να τιμήσουμε ουσιαστικές αξίες όπως η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η αγάπη για τους γύρω μας, τα ζώα, τη φύση!

Ωστόσο πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε ο πρώτος προσωπικό σας δίσκος “Αλβιώνα”. Πώς προέκυψε;

Εγώ ανήκω με έναν τρόπο στην κατηγορία των ηθοποιών που τραγουδάνε. Δεν θέλω να έχω δάφνες τραγουδιστή ούτε επιζητώ κάτι τέτοιο. Απλώς μικρός η πρώτη μου παράσταση ήταν μια παράσταση του Μίκη Θεοδωράκη με ζωντανή τη λαϊκή ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης όπου έπρεπε να τραγουδάω. Μετά συνεργαστήκαμε πάλι στο Ηρώδειο σε έργα του Ρίτσου, το οποίο κυκλοφόρησε και σε cd. Μετά συμμετείχα σε ένα μουσικό project του Γιώργου Κυριάκου τις “Τρεις Εποχές”. Σ’ αυτό είμαστε τρεις ηθοποιοί εγώ, η Νένα Μεντή και η Μαρίνα Καλογήρου, τρεις στιχουργοί ο Μάνος Ελευθερίου, η Λίνα Δημοπούλου και ο Νίκος Μωραΐτης. Εκεί είχα την ευκαιρία να ερμηνεύσω τραγουδιστικά την εποχή του χειμώνα σε στίχους του Μάνου του Ελευθερίου. Αυτή ήταν και η γνωριμία μου με τον Μάνο τον Ελευθερίου που την κρατάω μέσα μου ως ένα απόλυτο φυλαχτό. Μετά από αυτή τη δουλειά ήρθε ο φίλος και συνεργάτης Φίλιππος Περιστέρης, ο σπουδαίος αυτός συνθέτης και μου πρότεινε να κάνουμε έναν δίσκο που όλα τα τραγούδια θα τα πω εγώ, όπου είναι σε ποίηση πάλι του Μάνου Ελευθερίου, του Χρήστου Ξένου, του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου και του Φιλίππου του Περιστέρη και κυκλοφόρησε στις 19 του μηνός.

Τι συναισθήματα γεννά;

Μακάρι αυτά τα συναισθήματα που δημιουργήθηκαν σε μένα, να μπορέσω εγώ με έναν τρόπο μέσω αυτής της ιδιότητας μου να τα επικοινωνήσω και στον κόσμο. Με συγκίνησαν γιατί ήταν πολύ όμορφα τραγούδια μιας άλλης εποχής, μιας ρετρό εποχής, συγκινητικά, δραματικά, ρομαντικά και η όλη ιδέα είναι ότι ο Φίλιππος ο Περιστέρης ο συνθέτης ήθελε έναν ηθοποιό που τραγουδάει για να τα πει. Έτσι δημιουργήθηκε η ιδέα, γιατί υπάρχει η αντίληψη ότι οι ηθοποιοί έχουμε έναν ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο λέμε τα τραγούδια. Βεβαίως σέβομαι πάρα πολύ τους καλούς τραγουδιστές, και οι ίδιοι νομίζω αντιμετωπίζουν τα τραγούδια σαν καλούς μονολόγους.

Θα θέλατε κάποια στιγμή να γράψετε δικά σας τραγούδια;

Ερασιτεχνικά έχω γράψει κάποια τραγούδια, γιατί όλοι που “γρατζουνάμε” μια κιθάρα από πιτσιρικάδες προσπαθούμε όλοι να το εκτονώνουμε κάπως αυτό. Επαγγελματικά όμως μπορώ να το δω μόνο ως ένα κομμάτι τραγουδιστικό. Μουσική κανονικά δεν ξέρω να γράψω, στίχους έχω γράψει αλλά θεωρώ ότι σ’ αυτό το κομμάτι η κατεύθυνση μου είναι περισσότερο στην ερμηνεία.

Πρωταγωνιστήσατε και στην πολυβραβευμένη ταινία “Η δεξιά τσέπη του ράσου”. Θα λέγατε ότι αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας σας;

Δεν θα μου άρεσε να πω ότι ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα. Έχω μια πορεία 20 χρόνων στο θέατρο κυρίως, με στιγμές βέβαια και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Θα έλεγα βεβαίως ότι είναι στα peak της πορείας μου, όχι της καριέρας μου. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι είναι μια ταινία που κατά τη γνώμη μου ήρθε στην απολύτως κατάλληλη συγκυρία και εποχή για μένα, και ηλικιακά και ερμηνευτικά. Θεωρώ ευλογία και μεγάλη τύχη ότι με επέλεξαν αυτοί οι άνθρωποι, ο Γιάννης Λαπατάς ο σκηνοθέτης, όλη η παραγωγή και μου εμπιστεύτηκαν αυτό το ρόλο, γιατί να μην ξεχνάμε αυτό είναι ένα πολυβραβευμένο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη, είναι η 13η έκδοση, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες και η ταινία έγινε με πάρα πολλή αγάπη, πολλή μελέτη, με εμμονή και επιμονή στη λεπτομέρεια και αυτό που εισπράξαμε εμείς σε σχέση με τον κόσμο που το δέχτηκε, δείχνει ότι μάλλον πέτυχε η ιστορία. Αυτό το είδα και στην Αθήνα εδώ που παίχτηκε, αλλά και γύρω στην Ελλάδα που έχει παιχτεί κατά καιρούς. Και στη Θεσσαλονίκη πήραμε το βραβείο Νεότητας, αλλά και εγώ είχα την τεράστια τιμή και τύχη να πάω στην Αμερική στο Λος Άντζελες που παίχτηκε η ταινία, στην Ισπανία που πήραμε πάλι το πρώτο βραβείο κοινού και στη Γαλλία που πήρε πάλι το πρώτο βραβείο σε ένα από τα πιο σημαντικά φεστιβάλ. Τώρα βέβαια με τον κορωνοϊό διακόπηκε η πορεία της στα διεθνή φεστιβάλ και περιμένουμε με το τέλος αυτής της πανδημίας να ξαναρχίσει αυτό το ταξίδι της και ίσως πάλι να ξαναπαιχτεί εδώ στην Αθήνα.

Πάντως σίγουρα θα ήταν μεγάλη εμπειρία όλο αυτό το ταξίδι ανά τον κόσμο…

Τεράστια. Αυτή είναι ίσως από τις μεγαλύτερες εμπειρίες που έχω στη ζωή μου. Ήταν ένα δώρο ζωής και γνώσης για μένα όλο αυτό το ταξίδι της ταινίας. Οπότε θεωρώ ότι το “επίτευγμα” είναι και λίγο. Είναι πολύ πιο ουσιαστικό αυτό που νιώθω. Είναι σαν μια ευχή αυτό που συνέβη σε μένα, αυτή η δουλειά, αυτή η ταινία. Και ξέρω ότι δεν έχει τελειώσει ακόμα η πορεία της. Διακόπηκε όπως όλη η τέχνη σε σχέση με τον κορωνοϊό, αλλά θα συνεχίσει και μετά.

Πρόσφατα “καθίσατε στην καρέκλα” του σκηνοθέτη. Πώς είναι να βρίσκεται κανείς σε αυτή τη θέση;

Ήμουν χρόνια βοηθός σκηνοθέτη σε μεγάλες δουλειές. Και στο Θέατρο Τέχνης “Κάρολος Κουν”, τη σχολή που έχω τελειώσει, ήμουν βοηθός σκηνοθέτη του Διαγόρα Χρονόπουλου στον “Πλούτο” στην Επίδαυρο όπου έπαιζα κιόλας, ήμουν βοηθός του Κώστα Σπυρόπουλου στο “Αθώος ή Ένοχος”, του Γιάννη Λαπατά στο “Σλουθ” του Σάφερ, γενικά έχω περάσει από αυτή τη θέση ως βοηθός. Και το λέω γιατί για μένα είναι πολύ μεγάλο “σχολείο” να είσαι βοηθός σκηνοθέτη. Οι αυτοματισμοί που απαιτούνται, η “πυροσβεστική” διάθεση που απαιτείται πολλές φορές, είναι ο άνθρωπος που πρέπει να τα έχει όλα στο μυαλό του. Δεν θεωρώ ακόμα τον εαυτό μου σκηνοθέτη. Η πρώτη μου επίσημη επαγγελματικά σκηνοθετική δουλειά υπογράφτηκε μόλις πέρσι σε ένα έργο που μου πρότειναν να το σκηνοθετήσω, τη “Σαμάνθα και τον Μαξ στο Βυθό της Ασφάλτου” του Άκη Δήμου, ένα έργο που ήμουν ο πρώτος μαζί με την Ιωάννα την Κανελλοπούλου που το παίξαμε στο θέατρο στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Γράμψα, το 2005. Μου πρότεινε λοιπόν η τωρινή πρωταγωνίστρια, η Εύη Τσάφου να την σκηνοθετήσω γιατί αγαπούσε πολύ αυτό το έργο, και εγώ ύστερα από ακρόαση βρήκα τον Πάρι τον Σκαρτσολιά και έτσι “έχτισα” την παράσταση σκηνοθετικά στο Θέατρο Vault, έναν χώρο που εγώ τον θεωρώ “σπίτι μου”, γιατί αγαπώ πολύ τον Δημήτρη Καρατσιά και τον Μάνο Αντωνιάδη, που έχουν τον χώρο. Είναι ένας “πυρήνας” θεατρικός και ένας πολυχώρος που μπορείς να δεις διαφορετικά είδη θεάτρου, εξίσου όμως ενδιαφέροντα και σημαντικά. Επομένως, όλες οι συγκυρίες ήταν πολύ θετικές στο να το κάνω. Να πω ότι οι περισσότεροι συνεργάτες μου σε αυτή την ιστορία, ήταν οι βασικοί συνεργάτες της ταινίας. Δηλαδή η σκηνογράφος, η Μάχη Αρβανίτη και η ενδυματολόγος η Μαρία Μαγγίρα ήταν οι συνεργάτες οι αντίστοιχοι της ταινίας. Ήθελα ανθρώπους από τον προσωπικό μου “πολιτισμό”, όπως ήταν ο Μάριος Τσικνής, ο μουσικός ή ο Γιώργος Παπανδρικόπουλος ο διευθυντής φωτογραφίας. Επειδή είχα και κάπως κινηματογραφική ματιά για το πώς ήθελα να ανέβει η παράσταση στο σήμερα, είχα αυτούς ανθρώπους από τον προσωπικό μου “πολιτισμό”. Οπότε με αυτά τα εφόδια τόλμησα να κάνω τη σκηνοθεσία, και έχοντας πια μια πείρα 20 χρόνων στο θέατρο και έτσι με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πεδίο αυτό, αρκεί να είναι ένα κείμενο και μια συνεργασία ανθρώπων που μπορώ εγώ να εξυπηρετήσω.

Διδάσκετε και στο θεατρικό εργαστήρι “Αγιούτο”. Πώς είναι αυτή η εμπειρία;

Η αλήθεια είναι πως δεν μ’ αρέσει να λέω πως έχω βρεθεί σε θέση δασκάλου, γιατί είμαι πολύ μακριά ακόμα από αυτό. Επειδή έχω ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση ενός ανθρώπου που ας πούμε διδάσκει, εγώ αυτό που κάνω είναι να μεταφέρω τη γνώση και την εμπειρία μου σε ανθρώπους που είναι συμμετέχοντες σε τέτοιου τύπου καταστάσεις. Σε σχέση με το “Αγιούτο”, πρόκειται για μια πολύ συγκινητική ιστορία. Καταρχάς το πάθος και ο τρόπος με τον οποίο ο Πέτρος Μπουσουλόπουλος, που είναι πολύ καλός φίλος και συνεργάτης, έχει στήσει αυτή την ιστορία είναι συγκινητικός. Είναι τόσο επί της ουσίας και τόσο τρυφερός, που μόνο “ναι” μπορούσα να πω σε αυτή του την πρόταση, να αναλάβω δηλαδή την τακτική διδασκαλία στην Αθήνα στο τμήμα ενηλίκων. Πρόκειται για ερασιτέχνες ανθρώπους που θέλουν να μάθουν κάποιες βασικές αρχές θεάτρου, να δοκιμάσουν το ταλέντο τους, τις δυνάμεις τους, το πάθος τους, είναι άνθρωποι που αγαπούν το θέατρο και θέλουν σε αυτή τη φάση ερασιτεχνικά να το προσεγγίσουν. Είναι ένας συνδυασμός ανθρώπων που έρχεται από διάφορα επαγγελματικά πεδία, είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις, ηλικίες, αλλά εγώ τους μιλάω όπως θα μιλούσα και σε παιδιά σε δραματική σχολή. Με τις ίδιες νόρμες, με την ίδια λογική και επαγγελματικά κριτήρια. Βρίσκω πολύ μεγάλη χαρά και δημιουργικότητα σε αυτό.

Υπάρχουν κάποια σχέδια που έχετε για το μέλλον;

Αυτή τη στιγμή είμαι σε διαδικτυακές πρόβες με την Τατιάνα Λύγαρη για μια παράσταση που θα ανέβει στο Τρένο στο Ρουφ, ένα “cine theatre”, έτσι το ονομάζει και η ίδια, όπου συμμετέχοντες είναι νεοέλληνες συγγραφείς με άπαιχτα έργα τα οποία τα έδωσαν στην Τατιάνα με αρκετούς ηθοποιούς μέσα. Αυτή η ιστορία λέγεται έτσι γιατί πρόκειται για κάποια μονόπρακτα που θα κινηματογραφηθούν σε πρώτη φάση για την άνοιξη, και λόγω του κορωνοϊού. Για τα υπόλοιπα περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει με την πανδημία.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το νέο αυτό εγχείρημα εδώ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ