Σύμφωνα με ανάλυση των Financial Times, τα «συστατικά» με τα οποία η Ιταλία, που επλήγη βαρύτατα το Μάρτιο και τον Απρίλιο, πέτυχε να έχει μικρό αριθμό κροσυμάτων κατά το δεύτερο κύμα εμφάνισης του κορωνοϊού, ήταν μέσες  άκρες τα εξής: Μάσκες, τεστ, προσωπική ευθύνη αλλά και… χρόνος

Τα κρούσματα στην αρχή του Ιουνίου, όταν και χαλάρωσαν οι αυστηροί περιορισμοί που επέβαλε το πρώτο πολύ οδυνηρό κύμα κορονοϊού το οποίο χτύπησε αναλέητα τη Λομβαρδία, ήταν πάνω κάτω 1.500 ημερησίως, αλλά σε σχέση με τα 10.000 που εντοπίζονται στη Γαλλία, η σύγκριση σαφώς υπέρ της Ιταλίας.

Οι λόγοι είναι αρκετοί.

Όπως είπε στους Financial Times, ο ιολόγος Φαμπρίτζιο Πρελιάσο, από το Πανεπιστήμιο του Μιλάνου: «Ήμασταν από τις πρώτες χώρες που δοκιμάστηκαν και έτσι το σύστημα υγείας αλλά και η κυβέρνηση, είχαν το χρόνο να σχεδιάσουν το πλάνο για μετά την καραντίνα και το πώς θα γινόταν με σταδιακότητα η επαναφορά, αλλά καιt η σειρά με την οποία θα χαλάρωναν τα μέτρα».

Η κυβέρνηση της Ιταλίας αντιδρούσε βήμα-βήμα, σε περίπτωση που παρουσιαζόταν αύξηση κρουσμάτων.

Για παράδειγμα, τον Αύγουστο έκλεισαν όλα τα νυχτερινά κέντρα στη Ρώμη και επιβλήθηκε γενική χρήση μάσκας στα μέρη με συνωστισμό, μεταξύ 6 το πρωί με 6 το απόγευμα.

Το μέτρο ίσχυσε για ένα περίπου μήνα και στη συνέχεια όταν τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν πολύ, πήρε παράταση ως τις 30 Σεπτεμβρίου.

Η χρήση της μάσκας ήταν υποχρεωτική δε στα καταστάσημα και τις συγκοινωνίες.

Επίσης, οι θαμώνες σε μπαρ και εστιατόρια έγραφαν τα ονόματά τους κατά την είσοδο, ώστε να μπορεί να γίνει εύκολα ιχνηλάτηση σε τυχόν κρούσμα.

Σύμφωνα με έρευνα του Imperial College London, το 84% των των Ιταλών εμφανίστηκε πολύ πρόθυμο να συνεργαστεί και να φορέσει μάσκα, όταν το αντίστοιχο ποσό των Βρετανών ήταν 76%.

«Οι Ιταλοί σε πολύ μεγάλο βαθμό σέβονται τα μέτρα και κρατούν απόστασεις» είπε ο Αντρέα Κρισάνθι, καθηγητής Μικροβιολογίας από το Πανεπιστήμιο της Πάντοβα.

Επίσης, ρόλο έπαιξαν και τα στοχευμένα τεστ για το κορονοϊό, αλλα και η άμεση κινητοποίηση για την ιχνηλάτηση και φυσικά η καραντίνα εφόσον υπήρχε ύποπτο κρούσμα.