Ελάτε στην παρέα μας

Κεντρικό Θέμα

Χριστίνα Λυκοτσέτα: “Αναγκαίο η ψυχική ασθένεια να εισαχθεί στον δημόσιο διάλογο περί συμπερίληψης”

Δημοσιεύθηκε

στις

Αποσπάσματα από μαρτυρίες που αντλήθηκαν μέσα από τα βιώματα των ίδιων των πρωταγωνιστών που έζησαν μέσα στο Δρομοκαΐτειο από την περίοδο του Βιζυηνού, του Μητσάκη και του Φιλύρα, καθώς και πολλών άλλων ψυχικά ασθενών που έμειναν στο Ίδρυμα και που πολλές φορές εγκαταλείφθηκαν από τις οικογένειές τους είναι ο κορμός της παράστασης “Ιερά Οδός 343”.

Ο Χτύπος μίλησε με τη Χριστίνα Λυκοτσέτα, που στο πλευρό του Φίλιππου Δραγούμη ζωντανεύει επί σκηνής τις ιστορίες ανθρώπων οι οποίες δεν πρέπει να βυθιστούν στη λήθη επειδή έτυχε να είναι ψυχικά ασθενείς. Η ηθοποιός επισημαίνει πως υπάρχει ακόμα δρόμος να διανυθεί προκειμένου οι πάσχοντες από ψυχικές ασθένειες να αποτελέσουν, επιτέλους, σημαντικό μέρος του διαλόγου για τη συμπερίληψη στη χώρα. Εν τέλει πρόκειται για άτομα με τον ίδιο ψυχικό πλούτο που κρύβουμε όλοι μας, τα οποία πολλές φορές είναι ωστόσο καταδικασμένα να παραμείνουν στην αφάνεια, κλεισμένα σε ένα ίδρυμα, αποκομμένα από το κοινωνικό σύνολο. Σε αυτό το σημαντικό ζήτημα επιχειρεί να ρίξει φως η παράσταση σε σκηνοθεσία Βασίλη Παχουνδάκη, που κάνει την πρεμιέρα της την Κυριακή 13 Οκτωβρίου στο Μπάγκειον (Πλατεία Ομονοίας 18), στις 20:00.

Η Χριστίνα Λυκοτσέτα, λοιπόν, μοιράζεται με μια ματιά ευαίσθητη και ώριμη τη γνώμη της επί του θέματος, υπογραμμίζοντας πως η παράσταση αποτελεί απλά ένα “λιθαράκι”, αλλά έχει τη δύναμη να δημιουργήσει μια διάθεση προβληματισμού στους θεατές -που πολλές φορές είναι και το σημαντικότερο.

Συμμετέχετε μαζί με τον Φίλιππο Δραγούμη στο “Ιερά Οδός 343”, και οι δύο ως αφηγητές. Πώς είναι ως εμπειρία να φέρνει εις πέρας μια παράσταση ένα μόνο ντουέτο ηθοποιών;

Έχω υπάρξει και μόνη μου πάνω στη σκηνή στο παρελθόν, βέβαια τώρα στο «Ιερά Οδός 343» το μεγαλύτερο βάρος το επωμίζομαι εγώ. Ο Φίλιππος έχει κάποιες αφηγήσεις και είναι επίσης μουσικός επί σκηνής. Όσο και να ακούγεται κάπως περίεργο, γίνεται ένας διάλογος σκηνικός με τον μουσικό, θέλω να πω δηλαδή ότι δεν είναι έντονη η σκηνική «μοναξιά», καθώς με τον Φίλιππο επικοινωνούμε τόσο αφηγηματικά όσο και μουσικά. Το απαιτητικό, στην ουσία, είναι η μετάβαση από τη μία αφήγηση στην άλλη, γιατί το έργο περιλαμβάνει ένα σύνολο διαφορετικών αφηγήσεων από διαφορετικούς ανθρώπους. Η δυσκολία έγκειται στις διαρκείς εναλλαγές.

Προκαλεί σαφώς στενοχώρια και συγκίνηση μια τέτοια θεματική. Ποια η βασικότερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε, μιας και μιλάμε για ένα «βαρύ» έργο;

Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να αναδειχθεί μέσα από αυτό το έργο το ζήτημα της ψυχικής ασθένειας, που αποτελεί ταμπού. Πρόκειται για ένα ζήτημα που δυστυχώς δύσκολα αγγίζει κανείς ακόμα και στον δημόσιο διάλογο που έχει ανοίξει για τη λεγόμενη συμπερίληψη. Όχι ότι αρκεί μία παράσταση για την ευαισθητοποίηση, σε καμία περίπτωση, αλλά έστω να βάλουμε ένα μικρό λιθαράκι. Κυρίως θέλουμε να δημιουργηθεί ένας προβληματισμός, στόχος δεν είναι να αντιμετωπίζονται αυτοί οι άνθρωποι με οίκτο. Το θέμα μας είναι να αναδειχθούν τα στερεότυπα και να μπει ο θεατής σε μια διαδικασία προβληματισμού σε σχέση με την ισότιμη ένταξη των ανθρώπων αυτών στην κοινωνία. Να πούμε, βέβαια, πως το καλλιτεχνικό κίνητρο για να υλοποιηθεί μια παράσταση είναι περισσότερο ένα ενδιαφέρον που μας αφορά προσωπικά. Ο βασικότερος λόγος, δηλαδή, για δημιουργήσει κάποιος πάνω σε ένα έργο, θεωρώντας ότι έχει κάτι να πει, είναι το προσωπικό ενδιαφέρον. Αν δεν σε ενδιαφέρει κάτι, δεν θα ασχοληθείς, ακόμα και αν πρέπει στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο να περάσεις ένα μήνυμα. Το προσωπικό ενδιαφέρον, λοιπόν, υπήρχε στην ομάδα μας, στον καθένα μας για διαφορετικούς λόγους.

Ποιες οι δυσκολίες μιας πρόβας για το εν λόγω έργο;

Κάθε πρόβα είναι διαφορετική, η καθεμία με τις δυσκολίες της. Πάντως οι τεχνικές δυσκολίες έρχονται τελευταίες. Η κυρίαρχη δυσκολία εδώ ήταν το πώς θα υπάρξω πάνω στη σκηνή με έναν μουσικό και πώς θα γίνει αυτός ο διάλογος μεταξύ μας, πώς θα δίνουμε ο ένας στον άλλον την πάσα.

Το έργο βασίζεται πάνω στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού. Ποια είναι η διαφορά της παράστασης από το βιβλίο;

Το βιβλίο αποτελεί ουσιαστικά έρευνα για την ψυχική ασθένεια και την ιστορία του Δρομοκαϊτείου. Εκτός από τις αφηγήσεις ανθρώπων που το βίωσαν άμεσα, πχ του Βιζυηνού ή του Φιλύρα αλλά και ανθρώπων που δεν ήταν επώνυμοι, καθώς και μαρτυρίες τόσο του ιατρικού προσωπικού όσο και συγγενών και φίλων, υπάρχει ένα μεγάλο υλικό που είναι ιατροκεντρικό. Γίνεται, για παράδειγμα, αναφορά σε φάρμακα που χρησιμοποιούνταν. Άρα δεν μιλάμε για ένα θεατρικό βιβλίο, και κάποια πράγματα μέσα σε αυτό είναι πολύ εξειδικευμένα, τα οποία θεωρήσαμε ότι δεν μπορούν να ενταχθούν στη δραματοποίηση, καθώς δεν απευθυνόμαστε μόνο σε ψυχιάτρους. Αναμφίβολα δεν είναι μια παράσταση που απευθύνεται μόνο σε ανθρώπους που δουλεύουν στον χώρο της ψυχικής υγείας. Σκοπός ήταν να ειπωθούν οι ιστορίες. Επειδή, ωστόσο, είναι ερευνητικό το βιβλίο και προσεγγίζεται από πάρα πολλές πλευρές η ψυχική ασθένεια, έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε εμείς σαν ομάδα τι θέλουμε να πούμε. Εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να θίξουμε όλα όσα θίγει το βιβλίο σε μια παράσταση. Θέλαμε παράλληλα να υπάρχει η χρονική συνοχή, γιατί ξεκινάμε από την ίδρυση του Δρομοκαϊτείου, το 1870, και φτάνουμε σε κάποιες αφηγήσεις που καλύπτουν μέχρι και τέλη της δεκαετίας του 1980, αρχές 1990.

Ποια θα ήταν κατά τη γνώμη σας μια πιο ανθρώπινη προσέγγιση και αντιμετώπιση των ψυχικά πασχόντων στην Ελλάδα;

Καταρχάς, η μεγαλύτερη τομή που έγινε στην ιστορία ήταν να κλείσει η Λέρος. Εκεί, υπό τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν, διέμεναν όχι μόνο ψυχικά πάσχοντες αλλά και τοξικοεξαρτημένοι ή άνθρωποι που στιγματίζονταν για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Η αλλαγή θεωρώ ότι ξεκίνησε με το όραμα της αποασυλοποίησης, να βγουν δηλαδή από τα ιδρύματα οι άνθρωποι και να ενταχθούν στον κοινωνικό ιστό, αλλά και να μην μένουν στο ίδρυμα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Επίσης, με βάση αυτό πολλοί ψυχίατροι συζητούσαν για τη δημιουργία μικρών δομών εντός της πόλης. Να φύγουμε, προφανώς, από μεθόδους απάνθρωπες, που μερικές ακόμα λαμβάνουν χώρα στα ψυχιατρεία, όπως οι καθηλώσεις με λουριά στα κρεβάτια. Το ότι επικρατούν βέβαια ακόμα άσχημες συνθήκες είναι και αποτέλεσμα πολλών περικοπών που έχουν γίνει, γιατί αν υπήρχε επαρκές προσωπικό τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Δεν ξέρω ποιο θα ήταν το ιδεατό αλλά σίγουρα όχι αυτό που ισχύει σήμερα. Σκεφτείτε ότι το Δρομοκαΐτειο ήταν κιόλας η καλή περίπτωση για κάποια χρόνια, γιατί ήταν το πρώτο ίδρυμα που είχε εφαρμόσει τη λεγόμενη εργασιοθεραπεία. Αυτό, πλέον, έχει συρρικνωθεί, πάλι λόγω έλλειψης προσωπικού.

Χριστίνα Λυκοτσέτα

Εσείς ποια θεωρείτε την πιο σημαντική πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ένας ηθοποιός;

Η πλειονότητα δεν ζούμε από αυτό, άρα το πιο δύσκολο είναι πως υποχρεωτικά το συνδυάζουμε με άλλες δουλειές. Πρέπει, τρέχοντας σε εκατό διαφορετικά πράγματα, να καλύψουμε τα προς το ζην.

Η πρεμιέρα του έργου, στις 13/10, έχει ήδη γίνει sold out. Πώς νιώθετε γι’ αυτό; Έχετε άγχος;

Το πρώτο άγχος βασικά το περάσαμε στη Χίο, γιατί η προσέλευση του κόσμου ήταν μεγαλύτερη από αυτή που περιμέναμε. Όπως καταλαβαίνετε, ένα τέτοιο θέμα, μες στο καλοκαίρι κιόλας, δεν αναμένεται να προσελκύσει κόσμο, όταν την ίδια στιγμή παίζουν 5-6 πιο ανάλαφρες παραστάσεις. Παραδόξως όμως πήγε πάρα πολύ καλά, προφανώς ο κόσμος ψάχνει για κάτι διαφορετικό τελικά. Έχουμε αισιοδοξία, λοιπόν, για την πρεμιέρα τώρα στην Αθήνα.

Τι θέλετε να «κρατήσουν» οι θεατές από τις παραστάσεις της «Ιερά Οδού 343»;

Είναι πολλές οι ιστορίες και οι αφηγήσεις, και δεν ξέρω ποια θα αγγίξει περισσότερο τον καθένα, αλλά θα ήθελα να μεταδοθεί μια διάθεση προβληματισμού στο κοινό, όπως ανέφερα και προηγουμένως. Ας απαντήσει ο καθένας μας μόνος του στο γιατί τελικά η ψυχική ασθένεια δεν θεωρείται μέρος του διαλόγου της συμπερίληψης, γιατί οι ψυχικά πάσχοντες μένουν εκτός. Φυσικά εμείς που παίζουμε δεν είμαστε απαλλαγμένοι από τα στερεότυπα, ίσα-ίσα έπρεπε να απαλλαγούμε από κάποια πράγματα δουλεύοντας το έργο, γιατί ακόμα και υποσυνείδητα πολλές διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είναι περασμένες μέσα μας. Υπάρχει, ας πούμε, η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι ψυχικά νοσούντες δεν έχουν συνείδηση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται ή ότι είναι απαλλαγμένοι από τα συναισθήματα λόγω των φαρμακευτικών αγωγών ή ότι δεν μπορούν να είναι φροντιστικοί. Οι αφηγήσεις με τις οποίες ασχολούμαστε στο έργο αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο από όλα αυτά. Μέσα από τις φαινομενικά απλές αυτές ιστορίες, αναδεικνύονται κομμάτια των ανθρώπων που δεν περίμενε κανείς ότι υπάρχουν.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ