Κεντρικό Θέμα
Αθηνά Βαλκώνη: “Πρέπει να ενωθούμε για να μη συνεχίσουμε να θρηνούμε απώλειες γυναικών”
Έχοντας σπουδές Υποκριτικής, Αγγλικής Φιλολογίας και Δημοσιογραφίας, η Αθηνά Βαλκώνη βλέπει πολυεπίπεδα την παθογένεια των γυναικοκτονιών, ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται ο θεατρικός μονόλογος “Γυναικοκτονία” σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαγλατζή, στο θέατρο Μικρός Κεραμεικός (Ευμολπιδών 13, Αθήνα), που σηκώνει αυλαία την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου και θα παίζεται κάθε Τετάρτη μέχρι τις 23 Οκτωβρίου.
Στη συνέντευξη που έδωσε στον Χ-τύπο, η ηθοποιός διερωτάται γιατί το κράτος δεν αντιμετωπίζει πιο σοβαρά τα στυγνά εγκλήματα σε βάρος των γυναικών, θεσπίζοντας αρχικά πιο αυστηρές ποινές στους δολοφόνους αλλά και παρέχοντας την κατάλληλη φροντίδα σε γυναίκες που κατορθώνουν να ξεφύγουν από τον κακοποιητή τους, πράξη διόλου εύκολη. Μας τονίζει ότι η κοινωνία σπεύδει να κουνήσει το δάχτυλο στις γυναίκες-θύματα κακοποίησης, μη λαμβάνοντας υπόψιν μας οι άνθρωποι την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια θηλυκότητα που βιώνει έμφυλη βία, το σοκ της, την κριτική που ήδη δέχεται από τον περίγυρό της.
Με μια ώριμη ματιά, η Αθηνά Βαλκώνη κατακρίνει τον συντηρητισμό της κοινωνίας και υπογραμμίζει την ανάγκη συσπείρωσης προκειμένου να υψώσουμε ανάστημα απέναντι στους κάθε λογής κακοποιητές.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση του να κουβαλάτε ένα ολόκληρο έργο στους ώμους σας;
Αποτελεί πολύ μεγάλη πρόκληση πράγματι. Έχω ξανακάνει μονόλογο, ο οποίος μου έδωσε την ευκαιρία να μπω δυναμικά στην τηλεόραση, όμως ο συγκεκριμένος μονόλογος παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία, γιατί η γυναίκα που ενσαρκώνω έχει περάσει πάρα πολλά και κινείται μεταξύ λογικής και τρέλας, αλλάζοντας διάθεση κάθε λίγο. Το έργο ακολουθεί τη ζωή της γυναίκας σε κάθε της βήμα, πώς εκείνη φτάνει στο σημείο να μετατραπεί σε αντικείμενο ιδιοκτησίας ενός άντρα που τη θεωρεί κτήμα του. Όταν η ίδια αντιδρά αρχίζουν τα “παρατράγουδα”, δηλαδή λεκτική βία, ψυχολογική πίεση και σωματικά κακοποίηση. Στο τέλος, το κοινό αποφασίζει αν η ίδια είναι θύτης ή θύμα. Η αφήγηση της ηρωίδας οδηγεί σε πάρα πολλές αποκαλύψεις, καθώς μέσω αυτής περνάει το μήνυμα πως πίσω από κλειστές πόρτες κρύβονται καταστάσεις που προξενούν φρίκη. Επίσης, διαφαίνεται καθαρά η ενοχή της, μιας και νομίζει ότι εκείνη έχει την ευθύνη γι’ αυτό που βιώνει.
Στην ουσία, το έργο ξεγυμνώνει την κοινωνία που ζούμε, η οποία είναι βαθιά συντηρητική. Επικρατεί μια “σάπια” ηθική, που ευθύνεται για τις απώλειες τόσων και τόσων γυναικών.
Θεωρείτε ότι θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να ελαττωθούν σημαντικά οι γυναικοκτονίες;
Νομίζω ότι είναι ηλίου φαεινότερον πως πρέπει να ισχύσουν αυστηρότερες ποινές για τους δράστες. Παράλληλα, πρέπει να υπάρχει παραπάνω μέριμνα και στήριξη για τις κακοποιημένες γυναίκες. Χρειαζόμαστε έναν κρατικό φορέα που θα τις στηρίζει έμπρακτα.
Ασφαλώς κινήματα όπως το MeToo ή διάφορα κέντρα κακοποιημένων γυναικών με τα οποία έχω μιλήσει βοηθούν την κατάσταση, αλλά δεν γίνεται να μην αναλαμβάνει δράση και το κράτος. Δεν γίνεται ένας άνθρωπος ο οποίος έχει διαπράξει φόνο να αποφυλακίζεται σε τρία χρόνια, ας πούμε. Μόνο από το 2017 έχουν σημειωθεί πάνω από 87.000 γυναικοκτονίες. Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης γνωστοποιεί ότι οι περισσότερες δολοφονημένες γυναίκες στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν χάσει τη ζωή τους είτε από νυν είτε από πρώην συντρόφους. Είναι τρομερό.
Στο έργο τονίζουμε και τη συνθήκη, καθώς πολλές φορές μπορεί να βρισκόμαστε σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση, σε τέτοια φάση που είναι εύκολο να δεχτούμε στη ζωή μας ανθρώπους που δεν θα δεχόμασταν υπό “φυσιολογικές” συνθήκες, με την ψυχολογία μας καλύτερη. Το λεγόμενο timing, δηλαδή. Της ηρωίδας η ζωή ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς αλλά γνώρισε δίχως φυσικά να το γνωρίζει τον λάθος άντρα. Ο κόσμος, δυστυχώς, θα σε κατηγορήσει, θα πει “άντε μωρέ, τα ήθελε κι εκείνη, γιατί δεν έφευγε; Μήπως τον προκάλεσε;”. Ξεχνούν, όμως, ότι μια γυναίκα που υφίσταται κακοποίηση βρίσκεται σε κατάσταση σοκ και εύκολα θα δικαιολογήσει τον σύντροφό της.
Τι ευελπιστείτε να αποκομίσει το κοινό από αυτή την παράσταση;
Όλοι οι άνθρωποι, αρχικά, είμαστε ίσοι. Δεν μπορούμε ως κοινωνία να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά σε ένα φαινόμενο που πλέον έχει πάρει παγκόσμιες διαστάσεις. Όχι μόνο κλείνουμε τα μάτια μας, αλλά σπεύδουμε να δικαιολογήσουμε και τον θύτη συχνά. Βλέπουμε μια ωραία γυναίκα και σκεφτόμαστε “εντάξει, λογικά τη χτύπησε γιατί την έπιασε με γκόμενο”, λες και αυτό είναι δικαιολογία για τη βία. Πόσες φορές λέμε πίσω από την πλάτη γυναικών ότι “έφταιγαν και τα έπαθαν;” Μέχρι και μανάδες που έχουν κόρες κατηγορούν κακοποιημένες γυναίκες. Όπως ανέφερα και πριν, αν το κράτος είχε αυστηροποιήσει τις τιμωρίες, δε νομίζω τόσο εύκολα τόσοι πολλοί άντρες να έφταναν απροκάλυπτα στο σημείο να κακοποιούν τις συντρόφους τους και να σκοτώνουν τις πρώην τους μετά τον χωρισμό. Το έργο, εκτός των άλλων, στέλνει το μήνυμα ότι πρέπει να ενωθούμε για να μη συνεχίσουμε να θρηνούμε απώλειες γυναικών.
Πώς έχει επηρεάσει τη δική σας ζωή η τόση βία απέναντι στις γυναίκες;
Έχει τύχει να μου σπάσουν τρεις συνεχόμενες φορές το αυτοκίνητο στο Γκάζι. Την τρίτη, μάλιστα, άφησα χρήματα για να δω αν θα τα πάρουν, και τελικά έπαιρναν μόνο φωτογραφίες μου. Εννοείται ότι προσέχω, γιατί έχω δεχτεί και επιθέσεις. Αλλά και πάλι, γιατί δεν γίνεται κάτι; Γιατί οι ευθύνες πέφτει στις δικές μας πλάτες;
Έχετε παίξει σε πλήθος σειρών, όπως “Λατρεμένοι μου γείτονες” και “Κλεμμένα Όνειρα”. Υπάρχει κάτι που σας γοητεύει στην τηλεόραση το οποίο δεν υπάρχει στο θέατρο;
Κοίταξε, είναι τελείως διαφορετικά αυτά τα δύο, αν και το ένα συμπληρώνει το άλλο. Η τηλεόραση σου καλύπτει άλλες ψυχολογικές ανάγκες. Σε βλέπουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι, αρχικά. Όμως η σκηνή σε φέρνει σε άμεση επαφή με τον θεατή. Είναι άλλη η μαγεία του θεάτρου. Αν με ρωτάς, εγώ θα ήθελα να κάνω και τα δύο, μη σου πω και τρία, βάζοντας μέσα και τον κινηματογράφο.
Τι σας γοητεύει περισσότερο στον κινηματογράφο;
Κάνεις παραπάνω πρόβες για τον κινηματογράφο από όσες για μια τηλεοπτική σειρά, μελετάς περισσότερο για έναν ρόλο. Δεν έχει τους γρήγορους ρυθμούς της τηλεόρασης. Το σινεμά μοιάζει με το θέατρο όσον αφορά τη μελέτη που ρίχνεις για να φέρεις εις πέρας τον ρόλο σου.
Τι χρειάζεται να έχει μια θεατρική παράσταση για να προσελκύσει κόσμο;
Μετά την πανδημία, νομίζω διογκώθηκε το φαινόμενο ο κόσμος να μη βλέπει τόσο θέατρο αλλά και σινεμά. Άλλαξαν πάρα πολλά πράγματα με τον κορωνοϊό και γι’ αυτό βγήκαν και τόσες παθογένειες στην επιφάνεια. Εμένα το μεγαλύτερο μου άγχος ως ηθοποιός είναι πάντα αν θα έρθει κόσμος στο θέατρο, δηλαδή θέλω να έχουμε πάντα προσκλήσεις ώστε να δουν το εκάστοτε έργο όσο το δυνατόν περισσότεροι. Όλα τα θέατρα υποφέρουν. Περισσότερο γεμίζουν τα καφέ και τα μπαρ, θεωρούν το θέατρο και τον κινηματογράφο κλεισούρα μετά τις καραντίνες.
Τι θα θέλατε να έχει γίνει διαφορετικά στην πορεία σας, γυρίζοντας τον χρόνο πίσω;
Η αλήθεια είναι ότι γενικά είμαι ένας άνθρωπος που “γυρίζει τον χρόνο πίσω”. Όταν έκλεισε το Mega βρεθήκαμε σε μεγάλη δυσκολία όσοι δουλεύαμε σε σειρές του καναλιού. Από εκεί και πέρα, προσωπικά δυσκολεύτηκα πολύ με την τηλεόραση, παρόλο που είχα συμμετάσχει ήδη σε αρκετές σειρές. Τότε εγώ ήμουν στο “Μάλιστα, σεφ” με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και στη δεύτερη σεζόν θα μεγάλωνε περισσότερο ο ρόλος μου, όμως ξαφνικά βρεθήκαμε να ψάχνουμε δουλειά. Αν μπορούσα, λοιπόν, με κάποιον τρόπο θα άλλαζα αυτό, να μην κλείσει το Mega και να μη βρεθώ σε αγωνία επαγγελματικά. Δυστυχώς, βέβαια, δεν ήταν στο χέρι μου. Κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα ελέγξεις, μπορείς μόνο να πεις “εγώ έκανα τα πάντα, τώρα είναι θέμα τύχης”.
Αν δεν ακολουθούσατε τον δρόμο της υποκριτικής, ποια θα ήταν η ασχολία σας;
Έχω σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία κι έχω κάνει και δύο χρόνια μαθήματα ψυχολογίας, όμως ό,τι έκανα το έκανα για τη δουλειά μου, για να μου είναι πιο εύκολο να μπαίνω στους ρόλους και να έχω περισσότερη ενσυναίσθηση για τους χαρακτήρες που υποδύομαι.
Πιστεύω ότι αν δεν ακολουθούσα την υποκριτική θα ασχολούμουν με την ψυχολογία. Ωστόσο, οτιδήποτε παράπλευρο το δούλεψα με σκοπό να ενισχυθώ στην υποκριτική. Καλώς ή κακώς, αποτελούσαν πράγματα τα οποία θεωρούσα εφόδια που θα με βοηθούσαν στη δουλειά μου. Έχω τελειώσει και δημοσιογραφία στη σχολή του Μαλέλη και συμμετείχα σε εκπομπές, πχ στη κα Μελέτη και την κα Λαμπίρη, που ως ενασχολήσεις πάλι έχουν σύνδεση με την ηθοποιία. Άρα δεν ξέρω να σου πω ακριβώς τι θα έκανα αν δεν ασχολούμουν με την υποκριτική, γιατί αποτελούσε πάντοτε τη βάση για τα πάντα στη ζωή μου.