Connect with us

Ειδήσεις

Κίνα: Kαταγράφει τις υψηλότερες θερμοκρασίες στην ιστορία – Η κλιματική αλλαγή «χτυπά»

Published

on

Το 2024, η Κίνα κατέγραψε τις υψηλότερες θερμοκρασίες από το 1961, όταν και άρχισαν να τηρούνται δεδομένα για τις κλιματικές συνθήκες. Η μέση θερμοκρασία του έτους ανήλθε σε 10,92°C, σημειώνοντας αύξηση 1,03 βαθμού Κελσίου σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η Κινεζική Μετεωρολογική Υπηρεσία ανακοίνωσε ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια ήταν τα θερμότερα από το 1961, με τα πιο ζεστά δέκα χρόνια να καταγράφονται όλα τον 21ο αιώνα.

Η φετινή χρονιά σημαδεύτηκε από ακραία μετεωρολογικά φαινόμενα, με κύματα καύσωνα και ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες στα βόρεια και δυτικά της Κίνας. Συγκεκριμένα, οι μήνες Ιούλιος και Αύγουστος του 2024 καταγράφηκαν ως οι θερμότεροι στην ιστορία της χώρας. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ήταν εμφανείς, με έντονα κύματα καύσωνα και πλημμύρες που προκάλεσαν την απώλεια ανθρώπινων ζωών και υλικών ζημιών.

Η υπερθέρμανση του πλανήτη, σύμφωνα με επιστήμονες, έχει σοβαρές συνέπειες. Ο θερμότερος αέρας συγκρατεί μεγαλύτερες ποσότητες νερού, ενώ οι ζεστοί ωκεανοί οδηγούν σε μεγαλύτερη εξάτμιση και προκαλούν έντονες βροχοπτώσεις και καταιγίδες. Το 2024, η Κίνα πλήρωσε βαρύ τίμημα με την καταστροφή υποδομών και τις φονικές πλημμύρες. Το Μαΐο, ισχυρές βροχές κατέστρεψαν αυτοκινητόδρομο στο νότο της χώρας, σκοτώνοντας 48 άτομα. Στην Καντόνα, η θερμοκρασία υπερέβη τους 22°C για 240 ημέρες, σπάζοντας το ρεκόρ του 1994.

Η Κίνα, αν και ο μεγαλύτερος εκλυτής αερίων του θερμοκηπίου, προσπαθεί να μειώσει τις εκπομπές CO2, με στόχο την κλιματική ουδετερότητα το 2060 και την κορύφωση των εκπομπών το 2030. Η χώρα έχει κάνει σημαντικά βήματα στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και συνεχίζει να επενδύει σε καθαρές τεχνολογίες.

Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει και άλλες χώρες του πλανήτη. Η Ισπανία και η Κένυα υπέστησαν φονικές πλημμύρες, ενώ οι ΗΠΑ, οι Φιλιππίνες και η Νότια Αμερική βίωσαν ακραία καιρικά φαινόμενα. Τα συνολικά οικονομικά κόστη από τις φυσικές καταστροφές του 2024 εκτιμώνται σε 310 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με την αντασφαλιστική εταιρεία Swiss Re.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ