Connect with us

Ειδήσεις

Υπερτουρισμός και λειψυδρία: Μια επικίνδυνη εξίσωση για την Ελλάδα

Published

on

Η λειψυδρία αποτελεί πλέον μία από τις σοβαρότερες περιβαλλοντικές και κοινωνικές προκλήσεις για την Ελλάδα, με τη χώρα να κατατάσσεται στη 19η θέση παγκοσμίως στον σχετικό δείκτη του World Resources Institute (WRI).

Την κατάσταση επιδεινώνει αισθητά ο υπερτουρισμός, ο οποίος αυξάνει κατακόρυφα τη ζήτηση νερού σε ήδη επιβαρυμένες περιοχές, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Αθήνα, αλλά και νησιά και τουριστικούς προορισμούς ανά την επικράτεια.

Η ελληνική πρωτεύουσα, με πληθυσμό σχεδόν 4 εκατομμυρίων και διαρκώς αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών, βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση των υδατικών πόρων. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΓΜΕ, μόνο για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών ύδρευσης, η Αθήνα καταναλώνει πλέον περίπου 1,2 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ημερησίως, σχεδόν διπλάσια ποσότητα σε σχέση με τις ανάγκες των αρχών της δεκαετίας του 1990. Η πίεση αυτή δεν αφορά μόνο τους μόνιμους κατοίκους, αλλά επιτείνεται σημαντικά κατά τους θερινούς μήνες, όταν ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται με την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων τουριστών.

Η υπερκατανάλωση νερού από ξενοδοχεία, εστιατόρια, τουριστικά καταλύματα και συναφείς επιχειρήσεις έχει ως αποτέλεσμα την άντληση τεράστιων ποσοτήτων από τα υφιστάμενα αποθέματα. Η χρήση νερού για πισίνες, πλυντήρια, καθημερινές καθαριότητες και κυρίως για την άρδευση των τουριστικών υποδομών ενισχύει ένα φαύλο κύκλο κατανάλωσης, συχνά χωρίς ουσιαστικά μέτρα εξοικονόμησης. Το πρόβλημα οξύνεται όταν πρόκειται για ξενοδοχειακές μονάδες υψηλής κατηγορίας ή βίλες με ιδιωτικές πισίνες, όπου η κατανάλωση νερού ανά επισκέπτη είναι πολλαπλάσια από αυτήν ενός μέσου πολίτη.

Η κατάσταση είναι ακόμη πιο κρίσιμη σε νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές, όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Πάρος και η Ρόδος, όπου οι υποδομές ύδρευσης συχνά δεν επαρκούν για να καλύψουν τον πληθυσμό της τουριστικής αιχμής. Οι τοπικοί υδροφόροι ορίζοντες εξαντλούνται, ενώ οι δήμοι συχνά προσφεύγουν σε λύσεις όπως η αφαλάτωση ή η μεταφορά νερού με υδροφόρα πλοία, πρακτικές που είναι ενεργοβόρες και περιβαλλοντικά επιβαρυντικές.

Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη ολοκληρωμένων πολιτικών διαχείρισης του νερού επιτρέπει την αναπαραγωγή του προβλήματος. Οι τουριστικές επενδύσεις πολλαπλασιάζονται χωρίς πάντα να λαμβάνεται υπόψη η φέρουσα ικανότητα του τόπου, δηλαδή το πόσο νερό και άλλοι φυσικοί πόροι μπορούν να διατεθούν με ασφάλεια. Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική 2024-2025 επισημαίνει ότι το 57% των ξενοδοχειακών μονάδων στη χώρα ανήκει στις ανώτερες κατηγορίες τεσσάρων και πέντε αστέρων, γεγονός που μεταφράζεται σε αυξημένες απαιτήσεις για νερό, ενέργεια και άλλες υποδομές.

Η πίεση δεν αφορά μόνο τη διαθεσιμότητα νερού, αλλά και την ποιότητά του. Η αυξημένη χρήση λιπασμάτων και απορρυπαντικών, καθώς και η ανεπαρκής επεξεργασία λυμάτων σε περιοχές με ανεπαρκή δίκτυα αποχέτευσης, επιβαρύνει τα υπόγεια και επιφανειακά ύδατα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη για βιώσιμη διαχείριση καθίσταται επιτακτική.

Το Εθνικό Σχέδιο για τα Ύδατα, που αναμένεται να παρουσιαστεί εντός των επόμενων μηνών, αναμένεται να θέσει νέους κανόνες και προτεραιότητες για τη διαχείριση των υδατικών πόρων, ειδικά σε τουριστικές περιοχές.

Ωστόσο, τα μέτρα θα πρέπει να συνοδευτούν από επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές, από πολιτικές ευαισθητοποίησης του κοινού και των επιχειρήσεων, καθώς και από αυστηρούς ελέγχους για την εφαρμογή των κανονισμών.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ