Connect with us

Impact

Λαχταρώ – Sarah Kane

Published

on


Χριστίνα Κατωπόδη

Πώς μπορεί κάποιος να μιλήσει για τον έρωτα, όταν δεν χωρά σε λέξεις; Η Σάρα Κέιν δεν τον περιγράφει. Τον κραυγάζει. Τον γδέρνει. Τον αποδομεί. Κι όμως, στο τέλος, τον εξυψώνει. Και μαζί του, εξυψώνει τον άνθρωπο —τόσο μικρό, τόσο αβοήθητο, αλλά τόσο ικανό να νιώσει κάτι που ξεπερνά τον εαυτό του.

Το «Λαχταρώ» (Crave), το τέταρτο έργο της Σάρα Κέιν, είναι ένας μονόλογος φτιαγμένος από αποσπάσματα, φωνές, απελπισίες, αναμνήσεις και εμμονές. Δεν υπάρχει πλοκή, δεν υπάρχει χώρος ή χρόνος, δεν υπάρχουν σταθερές ταυτότητες. Υπάρχει μονάχα η γλώσσα. Η γλώσσα ως σώμα, η γλώσσα ως εξομολόγηση, η γλώσσα ως απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθείς από κάτι. Να μην καταρρεύσεις.

Από το τραύμα στην ποίηση: το σύμπαν της Κέιν

Η Σάρα Κέιν έγραψε το Crave το 1998, ένα μόλις χρόνο πριν δώσει τέλος στη ζωή της, σε ηλικία μόλις 28 ετών. Είχε ήδη σοκάρει το θεατρικό κοινό με έργα όπως το Blasted και το Cleansed, που χαρακτηρίστηκαν ως δείγματα της λεγόμενης “in-yer-face” σκηνής θεάτρου που επιτίθεται ευθέως στον θεατή, προκαλώντας, σοκάροντας, αποκαλύπτοντας.

Το Crave, ωστόσο, είναι διαφορετικό. Είναι πιο εσωτερικό. Πιο ποιητικό. Εδώ η βία δεν είναι σωματική —είναι συναισθηματική. Είναι η βία της επιθυμίας, της μοναξιάς, της απώλειας. Είναι η βία του να μην μπορείς να αγαπήσεις όπως θα ήθελες. Να μην μπορείς να σωθείς, ούτε να σώσεις.

Οι φωνές των χαρακτήρων —που δεν έχουν καν ονόματα, μόνο γράμματα (A, B, C, M)— μπλέκονται, συγχωνεύονται, συγκρούονται. Είναι οι πολλαπλές πτυχές μιας διαλυμένης συνείδησης. Είναι σαν να ακούμε τις σκέψεις ενός ανθρώπου στο απόλυτο όριο.

Το απόσπασμα που γίνεται καρδιά

Ο εκτενής μονόλογος που βρίσκεται προς το τέλος του έργου είναι ίσως από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί για τον έρωτα. Όχι τον εξιδανικευμένο έρωτα. Αλλά τον έρωτα της καθημερινότητας, της έγνοιας, της εμμονής, του φόβου, της απελπισίας, της επιθυμίας να χαθείς μέσα στον άλλον για να αντέξεις τον εαυτό σου.

“Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο / Τον ακάθεκτο / Τον ακατάλυτο / Τον ακατάσβεστο… Έρωτά μου για σένα.”

Εδώ η Κέιν παύει να γράφει με λόγια. Γράφει με ανάσες. Με κραυγές. Με δάκρυα. Είναι μια αποθέωση του έρωτα που δεν αντέχεται. Που σε λυτρώνει και σε καταστρέφει. Που δεν χωρά στη γλώσσα —κι όμως προσπαθεί να μιλήσει.

Ένα κείμενο γραμμένο από κάποιον που ήξερε τι σημαίνει να χάνεις το όριο ανάμεσα στο «εγώ» και το «εσύ». Που ήξερε τι σημαίνει ο έρωτας όταν γίνεται συντριβή — όχι ρομάντζο.

 Ένας εσωτερικός διάλογος, μια διασπασμένη ταυτότητα που παλεύει με τον πόθο, την απώλεια, την αυτοκαταστροφή, την ελπίδα.

Ο μονόλογος που πάντα με συγκλόνιζε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Ένα ποτάμι από επιθυμίες, από απλές καθημερινές κινήσεις που κρύβουν το βάθος της πιο μεγάλης αγάπης. Δεν έχει τίποτα μεγαλειώδες στην επιφάνειά του — δεν έχει βαρύγδουπα λόγια, ούτε εντυπωσιακές εικόνες. Και όμως, είναι ένας ύμνος στον έρωτα που τα χωρά όλα:

Είναι σχεδόν ανυπόφορο να το διαβάζεις μεγαλόφωνα. Είναι μια εξομολόγηση τόσο ακατέργαστη, τόσο ειλικρινής, που νιώθεις πως κρυφοκοιτάς κάτι ιδιωτικό. Και όμως, αυτό είναι το μεγαλείο του: ότι μιλά για όλους μας.

Η Κέιν αυτοκτόνησε λίγο καιρό μετά τη συγγραφή αυτού του έργου. Και πολλοί έσπευσαν να διαβάσουν το έργο μέσα από το πρίσμα της κατάθλιψης. Μα το «Λαχταρώ» δεν είναι μια παραίτηση. Είναι μια πράξη αντίστασης μέσα από την ευθραυστότητα. Είναι μια προσπάθεια να συγκρατηθεί κάτι που διαλύεται. Είναι μια προσευχή, μια λαχτάρα που γίνεται κραυγή

 

Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου.
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ” αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου,
Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς,και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι,
και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,
Και να σ” αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ” αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,
Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,
Και νάμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,
Και νάμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σ” ήξερα μια ζωή.
Και ν” ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σ” αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,
Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και ν” αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ” το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και ν” αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ” αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σ” αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σ” αφήνω να σηκωθείς απ” το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής,
Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο
Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω
Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ” ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιος είμαι,
Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναληπτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ