Επιπλέον, συνδυαστικά έχουν επισηµανθεί στο υπουργείο Οικονοµικών και οι καθυστερήσεις στη δικαστική διαδικασία, οι οποίες αποτρέπουν τρίτους που δεν έχουν µετρητά να αποκτήσουν ακίνητο από πλειστηριασµό. Ο πλειστηριασµός ακινήτου µπορεί να γίνει έπειτα από επτά µήνες από την κατάσχεση (στην πράξη συνήθως οκτώ µήνες) και στον ενδιάµεσο χρόνο το σύνηθες είναι ο οφειλέτης να ασκεί ανακοπή κατά της διαδικασίας ώστε να αποφύγει τον πλειστηριασµό. Έτσι, κάποιος τρίτος που θα δανειοδοτηθεί για να συµµετάσχει στον πλειστηριασµό δεν γνωρίζει αν θα αποκτήσει τελικά το ακίνητο και, για να το πάρει, θα πρέπει να κάνει άλλη διαδικασία εκτέλεσης. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, ποσοστό 15%-20% των δανειοληπτών ασκεί ανακοπές κατά των πλειστηριασµών και αυτή τη στιγµή υπάρχουν δικάσιµες που έχουν οριστεί για το 2032. Σηµειωτέον ότι µόλις το 2% των δανειοληπτών δικαιώνεται από τα δικαστήρια για τις ασκηθείσες ανακοπές. Ακόµη και στην περίπτωση όµως που η διαδικασία κυλήσει εξαρχής χωρίς ανακοπή από τον οφειλέτη, από τη στιγµή που κατακυρωθεί το ακίνητο σε τρίτο στον πλειστηριασµό, αυτός έχει περιθώριο δέκα ηµερών για να καταβάλει το τίµηµα. Τη στιγµή που η εκταµίευση ενός στεγαστικού δανείου απαιτεί πέντε έξι µήνες, είναι προφανές ότι ακίνητο µέσω πλειστηριασµού µπορεί να αποκτήσει µόνο όποιος έχει το τίµηµα σε µετρητά.

Λόγω της δικαστικής διαδικασίας, η ιδέα που είχαν από το 2024 οι τράπεζες να δανειοδοτούν τρίτους που θέλουν να αποκτήσουν ακίνητα από πλειστηριασµούς, προκειµένου τα ακίνητα αυτά να µην καταλήγουν στις ίδιες, δεν έχει περπατήσει µέχρι στιγµής (µόνο η Εθνική Τράπεζα έχει λανσάρει σχετικό προϊόν αλλά µε χαµηλή ανταπόκριση). Αυτό ενδέχεται να αλλάξει, αν το υπουργείο Οικονοµικών θεσµοθετήσει τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηµατοδοτούν τρίτους που θέλουν να αποκτήσουν ακίνητο από πλειστηριασµό, βάζοντας ως εγγύηση το ίδιο το ακίνητο.